Του Ζαφείρη Χατζηδήμου
Η οικονομική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, τόσο κατά την πρώτη του θητεία όσο και μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο το 2025, περιστρέφεται γύρω από έναν σταθερό πυλώνα: τον οικονομικό εθνικισμό. Ο κεντρικός στόχος της πολιτικής αυτής είναι η αποκατάσταση της αμερικανικής βιομηχανίας, ο περιορισμός του εμπορικού ελλείμματος και η ανάσχεση της οικονομικής επιρροής της Κίνας. Στο πλαίσιο αυτό, η επιβολή δασμών σε μεγάλους εμπορικούς εταίρους, όπως η Κίνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, αποτελεί εργαλείο τόσο οικονομικής αναδιάρθρωσης όσο και πολιτικής επίδειξης ισχύος. Η κλιμάκωση αυτής της πολιτικής το 2025, με νέα πακέτα δασμών και σειρά απειλών κατά των εμπορικών θεσμών, επανέφερε στο προσκήνιο το ερώτημα κατά πόσο ένας παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος μπορεί να εξελιχθεί σε σύγκρουση με ευρύτερες γεωπολιτικές και πιθανώς στρατιωτικές προεκτάσεις.
Η νέα δασμολογική στρατηγική των ΗΠΑ
Στις 2 Απριλίου 2025, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ένα εκτεταμένο πακέτο προστατευτικών μέτρων το οποίο περιλάμβανε την επιβολή δασμών 34% σε όλες τις εισαγωγές από την Κίνα, χωρίς εξαιρέσεις για πρώτες ύλες, εξαρτήματα ή τεχνολογικά προϊόντα. Η ενέργεια αυτή σηματοδότησε την πλήρη ρήξη του ελεύθερου εμπορίου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη και προκάλεσε άμεσα κύματα αντιδράσεων. Επιπλέον, η Ουάσινγκτον προανήγγειλε δασμούς 20% σε βιομηχανικά προϊόντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, καλύπτοντας κλάδους όπως ο χάλυβας, η φαρμακοβιομηχανία, τα αυτοκίνητα και η τεχνολογία αιχμής, ενώ ταυτόχρονα προειδοποίησε ότι θα εξετάσει τη φορολόγηση και των ευρωπαϊκών ψηφιακών υπηρεσιών.
Η ανακοίνωση του Τραμπ έγινε σε μια πανηγυρική τελετή στον Λευκό Οίκο, κατά την οποία δήλωσε χαρακτηριστικά: “Η Αμερική δεν θα συνεχίσει να πληρώνει για την πρόοδο των άλλων. Είναι η ώρα της επιστροφής μας”.
Οι δασμοί προκάλεσαν άμεσες επιπτώσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Η αύξηση τιμών σε βασικά αγαθά ήταν αισθητή ήδη από τον Μάρτιο, με τον πληθωρισμό να ενισχύεται κατά 1,5% εντός ενός τριμήνου. Οι τιμές σε ρούχα, τρόφιμα, οικιακές συσκευές και φάρμακα παρουσίασαν διψήφια ποσοστά αύξησης σε ορισμένες πολιτείες. Ο κλάδος της αγροτικής παραγωγής υπέστη βαριά πλήγματα, καθώς οι αγορές της Κίνας και της Ευρώπης απαντούσαν με αντίποινα. Οι παραγωγοί σόγιας, καλαμποκιού και χοιρινού κρέατος είδαν τις εξαγωγές τους να περιορίζονται δραματικά, ενώ παράλληλα συσσωρεύονταν αποθέματα χωρίς δυνατότητα διοχέτευσης στην εγχώρια αγορά.
Διεθνείς επιπτώσεις
Η επιθετική δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ δεν περιορίστηκε στα σύνορά τους. Οι διεθνείς αγορές αντέδρασαν αρνητικά με απότομες πτώσεις στους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Στις πρώτες 48 ώρες από την ανακοίνωση των μέτρων, οι δείκτες Dow Jones και S&P 500 κατέγραψαν απώλειες άνω του 4%, ενώ ο τεχνολογικός δείκτης Nasdaq υποχώρησε κατά 4,8%, καταδεικνύοντας την ευρύτερη ανησυχία για την κατεύθυνση της αμερικανικής οικονομικής πολιτικής. Οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, ήδη επιβαρυμένες από τις επιπτώσεις της πανδημίας και της κρίσης στην Ουκρανία, οδηγήθηκαν σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση. Οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εναλλακτικές αγορές και προμηθευτές, συχνά με υψηλότερο κόστος και χαμηλότερη αξιοπιστία.
Η απάντηση της Κίνας υπήρξε άμεση και επιθετική. Το Πεκίνο επέβαλε αντίστοιχους δασμούς 34% σε όλες τις αμερικανικές εισαγωγές, επικεντρώνοντας τα πλήγματα στον γεωργικό τομέα, την αεροναυπηγική και την τεχνολογία. Επιπλέον, ανακοίνωσε ότι θα μειώσει κατά 60% τις εξαγωγές σπάνιων γαιών προς τις ΗΠΑ, οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες για την κατασκευή ηλεκτροκινητήρων, ημιαγωγών, αεροδιαστημικών συστημάτων και προηγμένων οπλικών τεχνολογιών.
Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε από πολλούς ως στρατηγικό πλήγμα στην καρδιά της αμερικανικής τεχνολογικής υπεροχής, καθώς η Κίνα καλύπτει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής των εν λόγω πρώτων υλών.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την πίεση των εξελίξεων, εξετάζει την επιβολή επιπλέον δασμών στα αμερικανικά προϊόντα συνολικού ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ. Επιπλέον, βρίσκονται σε εξέλιξη διαβουλεύσεις για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης με ανεξαρτητοποίηση από τα αμερικανικά τεχνολογικά υποσυστήματα. Εντός του πρώτου εξαμήνου του 2025, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ισπανία συμφώνησαν να συγκροτήσουν κοινή πρωτοβουλία για την παραγωγή ευρωπαϊκών σπάνιων γαιών και ημιαγωγών, με τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.

οι οποίες είναι απολύτως αναγκαίες για την κατασκευή ηλεκτροκινητήρων όπως αυτοί
που χρησιμοποιούνται από τα TESLA
Ταυτόχρονα, ενισχύεται η συμμαχία με την Ινδία, το Βιετνάμ και την Ινδονησία για κοινή παραγωγή χαμηλού κόστους τεχνολογικών προϊόντων με στόχο την παράκαμψη του διπολικού εμπορικού πολέμου ΗΠΑ–Κίνας.
Η παγκόσμια οικονομική αστάθεια, η συρρίκνωση της εμπιστοσύνης στους πολυμερείς θεσμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η ανοιχτή υιοθέτηση εμπορικού εθνικισμού από τις μεγάλες δυνάμεις οδηγούν σε ένα νέο μοντέλο διεθνούς οικονομίας, βασισμένο όχι στη συνεργασία αλλά στον ανταγωνισμό και την αποσύνδεση. Οι συνέπειες αυτού του μοντέλου είναι ήδη εμφανείς: αύξηση των τιμών στα βασικά αγαθά, επαναπατρισμός επενδύσεων με υψηλό κόστος, περιορισμός των τεχνολογικών ανταλλαγών και κλείσιμο αγορών.
Από τον οικονομικό στον στρατηγικό ανταγωνισμό
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι η οικονομική αντιπαράθεση μπορεί να λειτουργήσει ως πρόδρομος στρατιωτικών συγκρούσεων, ειδικά όταν συνδυάζεται με εθνικιστικές ρητορικές, κρίσεις εμπιστοσύνης και γεωπολιτικά ρήγματα. Το παράδειγμα της δεκαετίας του 1930, με την ψήφιση του Smoot-Hawley Tariff Act στις ΗΠΑ και την επακόλουθη ύφεση, αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν στην άνοδο των αυταρχικών καθεστώτων και στη σύγκρουση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίστοιχα, το εμπάργκο των ΗΠΑ κατά της Ιαπωνίας το 1941 υπήρξε καταλύτης για την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ.
Η σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά και ανησυχητικές ομοιότητες. Η Κίνα, σε ρόλο στρατηγικού αντιπάλου των ΗΠΑ, επενδύει σε τεχνολογική και στρατιωτική αυτάρκεια, ενισχύει τις συμμαχίες της (με BRICS, Ρωσία, Ιράν) και διακηρύσσει την ετοιμότητά της να υπερασπιστεί τις «εθνικές της κόκκινες γραμμές», με πρώτη την Ταϊβάν. Η αποσύνδεση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου, όχι μόνο σε εμπορικό αλλά και σε τεχνολογικό και στρατηγικό επίπεδο, δημιουργεί ένα τοπίο αντιπαράθεσης χωρίς οδούς εκτόνωσης. Το Πεκίνο πλέον δεν φοβάται τον οικονομικό αποκλεισμό, καθώς χτίζει εναλλακτικά δίκτυα διασύνδεσης (BRICS+, Belt and Road, Στρατηγική Ανεξαρτησία Ρουβλίου-Γουάν).
Η ΕΕ, παρά τις επιφυλάξεις της, οδεύει προς στρατηγική αυτονόμηση. Η επιλογή αυτή, αν δεν συνοδευτεί από σαφές πλαίσιο ασφάλειας, θα την αφήσει εκτεθειμένη τόσο σε οικονομικές πιέσεις όσο και σε γεωπολιτικές εντάσεις, κυρίως με τις ΗΠΑ αλλά και με την Κίνα. Οι ΗΠΑ θεωρούν τις εμπορικές πρωτοβουλίες της ΕΕ ως υπονόμευση της αμερικανικής ηγεμονίας, και δεν αποκλείεται να εντείνουν τις πιέσεις ακόμη και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, οδηγώντας εν δυνάμει σε κρίσεις εμπιστοσύνης στη διατλαντική σχέση. Ορισμένοι αναλυτές δεν αποκλείουν σενάρια πολιτικής διάσπασης εντός της Συμμαχίας εάν η οικονομική αντιπαράθεση οδηγήσει σε επικάλυψη γεωστρατηγικών συμφερόντων.
Στη Μέση Ανατολή, η όξυνση των αμερικανοϊρανικών σχέσεων σε συνδυασμό με την αναδιάταξη των εμπορικών συμμαχιών μπορεί να οδηγήσει σε ευρύτερες συρράξεις. Η Τεχεράνη επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τον άξονα Κίνας–Ρωσίας–Ιράν ως αντιστάθμισμα στις κυρώσεις και να προσφέρει εναλλακτικές εμπορικές και στρατιωτικές διόδους για τα ασιατικά κράτη. Το Ισραήλ, ήδη σε κατάσταση υψηλής ετοιμότητας, προειδοποιεί για την πιθανότητα περιφερειακής ανάφλεξης εφόσον διαρραγούν οι παγκόσμιες οικονομικές ισορροπίες και περιοριστεί η αμερικανική στρατηγική στήριξη.
Υπερβολικός εκφοβισμός
Η οικονομική στρατηγική του Τραμπ το 2025 σηματοδοτεί την απόρριψη του παγκόσμιου φιλελεύθερου εμπορίου όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι δασμοί δεν είναι πλέον απλώς μέσο προστασίας, αλλά όπλο γεωπολιτικής πίεσης. Η απουσία πολυμερών μηχανισμών εξισορρόπησης και η απώλεια εμπιστοσύνης στις θεσμικές οδούς επίλυσης διαφορών επιτείνουν το ρίσκο. Ο οικονομικός πόλεμος έχει ήδη ξεκινήσει. Το ερώτημα δεν είναι αν θα υπάρξει νέα στρατιωτική σύγκρουση, αλλά αν οι μηχανισμοί του διεθνούς συστήματος είναι επαρκείς για να την αποτρέψουν.
Η μελλοντική σταθερότητα θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο οι δυνάμεις του πλανήτη θα επιλέξουν τον διάλογο και την ανασυγκρότηση των εμπορικών θεσμών ή θα ακολουθήσουν τον δρόμο της σύγκρουσης με απρόβλεπτες συνέπειες για την παγκόσμια ασφάλεια και την ευημερία των λαών.
0 Σχόλια