Η απομάκρυνση του Παύλου Πολάκη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μετά την επίθεσή του σε συνεργάτιδα του υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη απέχει πολύ από το να χαρακτηρίζεται «διαγραφή».
Η απόσταση αυτή μάλιστα μεγαλώνει ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψιν η δήλωση του προέδρου του κόμματος Στέφανου Κασσελάκη: «Ο Παύλος Πολάκης είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ με έργο, αντιπολιτευτική ισχύ και ανιδιοτελή παρουσία που όλοι γνωρίζουν. Και αυτό για μένα είναι αδιαπραγμάτευτο». Η απομάκρυνση, άλλωστε, δηλώθηκε εξαρχής από τον Κασσελάκη ότι έγινε για λόγους συμπεριφοράς και όχι πολιτικής ουσίας.
Ωστόσο αυτή η κίνηση άνοιξε – για πολλοστή φορά – μια δύσκολη συζήτηση: Γιατί κανένας από τους δύο τελευταίους προέδρους του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαγράφει τον βουλευτή Χανίων του κόμματος, παρότι αυτός έχει τεθεί πολλές φορές αντιμέτωπος με την εκάστοτε ηγεσία του και έχει βρεθεί στο στόχαστρο εγκαλούμενος για προκλητικές έως ανάρμοστες συμπεριφορές με στόχους στελέχη του δικού του και άλλων κομμάτων.
● Κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη, πρόκειται για «εντελώς προσχηματική διαγραφή, η οποία μπορεί να μην γινόταν αν δεν είχαμε αυτή την ανθρώπινη αντίδραση της κ. Λινού». Επίσης «θα ήταν πολύ πιο ειλικρινής η στάση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ αν τον κρατούσε στο κόμμα, διότι διαγραφή μετ’ επαίνων λίγες ώρες μετά, σύμφωνα με όσα επισήμως μάθαμε ότι είπε στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και με αποθεωτική ανάρτηση λίγες μέρες μετά, εγώ δεν έχω ξαναδεί».
● Σύμφωνα με στελέχη διαφωνούντα με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, αν αυτή η απομάκρυνση «δεν συνοδευτεί άμεσα με την απομάκρυνσή του από τα ηγετικά όργανα και την παραπομπή του στην Επιτροπή Δεοντολογίας, θα μας καταστήσει απολύτως αναξιόπιστους στην κοινή γνώμη» και πλέον θα είναι σοβαρός ο κίνδυνος για «εκφυλισμό» και «γελοιοποίηση», κατά τη σχετική διαρροή.
● Όπως όμως σημειώνουν σε δική τους δήλωση πέντε στελέχη προσκείμενα στον πρόεδρο του κόμματος: «Η πρόσφατη απομάκρυνσή του (σ.σ.: του Πολάκη) από την Κοινοβουλευτική Ομάδα μόνο κακούς οιωνούς επιφυλάσσει για την πορεία του κόμματος, ενώ πλέον παίρνει διαστάσεις πάνδημης απαίτησης η άμεση αναίρεσή της. (…) Οι μόνοι που τρίβουν τα χέρια τους με την εξέλιξη αυτή είναι οι κύκλοι υπονόμευσης του προέδρου και του όλου νέου εγχειρήματος».
● Το περίεργο αυτό σκηνικό συμπληρώνει η δήλωση της εκπροσώπου Βούλας Κεχαγιά, η οποία, απαντώντας για διάφορα σενάρια περί επαναφοράς του βουλευτή στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, προτίμησε να δηλώσει απορία για την προέλευσή τους παρά να τα διαψεύσει.
Τι συμβαίνει λοιπόν με τον βουλευτή Χανίων και γιατί, όπως πολλοί αναρωτιούνται, ούτε ο Αλέξης Τσίπρας ούτε ο Κασσελάκης τόλμησαν να τον διαγράψουν από το κόμμα;
Μόνο πρόβλημα συμπεριφοράς;
Κατ’ αρχάς, για να διαγράψεις κάποιον, πρέπει είτε αυτός να διαφωνεί κάθετα με το κόμμα και τις επιλογές του είτε να προκαλεί δυσχέρειες στην πολιτική του. Μπορεί επίσης η παρουσία και η δράση του να προκαλούν στο κόμμα εκλογική ζημιά αντί για όφελος ή να προσβάλλουν βάναυσα τις αρχές και τις αξίες του. Σύμφωνα ωστόσο με τους δύο αρχηγούς του Πολάκη, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Τα προβλήματα αφορούν την κατά καιρούς συμπεριφορά του.
Πάντως, αν κάποιος παρακολουθεί συστηματικά τις τοποθετήσεις του βουλευτή, είναι εύκολο να διαπιστώσει ότι σπανίως βρέθηκε τόσο κάθετα και σκληρά απέναντι σε προεδρικές επιλογές – με εξαίρεση τη διαφοροποίησή του στο θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών – ώστε να επισύρει τη μήνιν των πολιτικών του προϊσταμένων. Αντιθέτως έχει υπηρετήσει με υπερβάλλοντα ζήλο τη σταθερή γραμμή περί διεφθαρμένων πολιτικών αντιπάλων και περί ΣΥΡΙΖΑ ως «μόνου καθαρού» κόμματος.
Είναι όμως αυτός ο μόνος λόγος για τη μη διαγραφή του ή υπάρχει, όπως πολλοί ισχυρίζονται, ζήτημα με την ισχυρή επιρροή του σε έναν κοινωνικό «στρατό», ο οποίος ορκίζεται πίστη σε αυτόν και τον θέτει ακόμη και υπεράνω της κομματικής προτίμησης για τον ΣΥΡΙΖΑ; Εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και αξίζει τον κόπο να κάνουμε μια αναδρομή για να καταλάβουμε τι ισχύει.
Οι «Αγανακτισμένοι»…
Όμως το πρώτο μνημόνιο δρομολόγησε σύντομα την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και μεγάλο μέρος των οπαδών του άρχισε να αναζητεί μια νέα πολιτική στέγη, την οποία εν πολλοίς βρήκε σταδιακά στον ΣΥΡΙΖΑ του τότε νεαρού και φερέλπιδος Τσίπρα.
Ωστόσο δεν επρόκειτο για μια απλή μετάβαση, αλλά για μια διαδικασία σχεδόν διαλυτική του πολιτικού συστήματος, η οποία περιλάμβανε το πανελλαδικό κίνημα των «Αγανακτισμένων» και αποτυπώθηκε στις φοβερές εκλογές του Μαΐου του 2012, όταν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα ήταν η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά με 18,85% και ο ΣΥΡΙΖΑ με 16,78% και τρίτο το ΠΑΣΟΚ με 13,18%, την ώρα που οι Ανεξάρτητοι Έλληνες του Πάνου Καμμένου έπαιρναν 10,61% και η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή 6,97%.
Μεγάλο μέρος της κοινωνίας, σοκαρισμένο, απογοητευμένο, θυμωμένο, εξοργισμένο για την κατάρρευση του επιπέδου της ζωής του, βλέποντας να καταρρέουν τα εισοδήματά του και να ανατρέπονται σχεδιασμοί δεκαετιών, «πήρε τα βουνά»: εγκατάλειψη της κάλπης και της πολιτικής διαδικασίας από 1,5 εκατομμύριο πολίτες μέσα σε ελάχιστα χρόνια, βίαια επεισόδια κατά πολιτικών, διαδικτυακός και διά ζώσης χουλιγκανισμός ήταν τα νέα φαινόμενα.
Μεγάλο μέρος αυτής της αγανάκτησης εισέπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα – μαζί με την προσέλκυση κεντρώων πολιτών που αναζητούσαν μια δημοκρατική εναλλακτική διακυβέρνηση – τις δύο εκλογικές νίκες του 2015.
…παραμένουν κρίσιμοι
Ως αποτέλεσμα της διακυβέρνησής του – τρίτο μνημόνιο και οι συνέπειές του κυρίως –, από τους πρώτους μήνες του 2016 οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν απώλειες για τον ΣΥΡΙΖΑ και ενίσχυση της Ν.Δ. Σε διάρκεια οκτώ ετών κατρακυλάει από τις 2.245.978 ψήφους και το 36,34% του Ιανουαρίου του 2015 στις 930.013 ψήφους και το 17,83% του Ιουνίου του 2023, για να προσγειωθεί ακόμη χαμηλότερα, στις 593.167 ψήφους και το 14,92% στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024.
Σε αυτή τη διαδικασία εκλογικής αποσάθρωσης, όπως πολλές φορές έχουμε αναλύσει στο παρελθόν, ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει μεγάλη μερίδα κεντρώων ψηφοφόρων κυρίως προς τη Ν.Δ. και ένα σημαντικό ποσοστό αριστερών ψηφοφόρων, οι οποίοι περιφέρονται και κατασκηνώνουν σε μια σειρά από κόμματα που δημιουργούνται από διάφορες διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ: από το 2015 και ύστερα έχουν δημιουργηθεί η Λαϊκή Ενότητα, το ΜέΡΑ25 (το οποίο απορρόφησε τη ΛΑΕ), η Πλεύση Ελευθερίας και η Νέα Αριστερά. Κέρδη είχαν επίσης το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό ακριβώς είναι το κρίσιμο στοιχείο που προσδιορίζει τη σημερινή κατάσταση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης: όσο μεγαλώνουν οι απώλειές του προς κάθε κατεύθυνση τόσο αυξάνεται η σημασία του οπαδικού αυτού κοινού, το οποίο ταυτίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του τόσο με τον σημερινό πρόεδρο Κασσελάκη όσο και με τον Πολάκη.
Ρήξη ή ανοχή;
Μια συστηματική παρατήρηση των εκδηλώσεων του εν λόγω κοινού στα μέσα κοινωνική δικτύωσης – ιδιαίτερα στους λογαριασμούς των δύο αυτών πολιτικών – δείχνει πόσα είναι τα κοινά χαρακτηριστικά των φανατικών οπαδών τους και πόσοι απ’ αυτούς εκφράζονται θερμά και για τους δύο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Πολάκης ανήκει στην πολύ στενή ομάδα των στελεχών που στήριξαν από την πρώτη στιγμή τον Κασσελάκη στην προσπάθειά του να κερδίσει την ηγεσία του κόμματος.
Όσο λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε τόσο χαμηλό επίπεδο, όσο παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας ρήξης στο εσωτερικό του και αποχώρησης στελεχών με αναφορά στον Τσίπρα, όσο η προσέλκυση κεντρώων και η παραμονή αριστερών ψηφοφόρων δυσκολεύει, τόσο ο Κασσελάκης θα προβληματίζεται σοβαρά για το αν μπορεί ή πρέπει να πάρει πολιτικό διαζύγιο από τον Πολάκη – ο οποίος με τη σειρά του έχει κάθε λόγο να παραμείνει στον ΣΥΡΙΖΑ και να προβάλλει μέσω αυτού την ατζέντα του. Οι λόγοι είναι απλοί:
● Το κοινό τους φανατικό ακροατήριο – εκτός του ότι είναι πολύ σημαντικό για τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ – έχει την τάση να χλευάζει, να δολοφονεί χαρακτήρες, να αποθεώνει και να γκρεμίζει πολιτικές περσόνες μέσα σε ελάχιστο διάστημα. Σε ποιον βαθμό όμως προτιμά τον καθέναν από τους δύο και πώς θα μοιραστεί στο ενδεχόμενο ρήξης μεταξύ τους;
● Ο Κασσελάκης και ο Πολάκης κάνουν πολιτική με έμφαση στον… εαυτό τους. Είναι και οι δύο οι μόνοι αντίπαλοι της Δεξιάς, οι μόνοι αδιάφθοροι, οι μόνοι ικανοί να συντρίψουν τον «μητσοτακισμό» και, ταυτοχρόνως, ιδιαίτερα σκληροί – έως κατεδαφιστικοί – με τους αντιπάλους τους. Άρα, ύστερα από ένα πολιτικό διαζύγιο, μοιραία θα συγκρουστούν σφοδρά. Ποιος από τους δύο αντέχει περισσότερο να βρει τον άλλον απέναντί του; Δεν είναι εύκολη η απάντηση.
● Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, αν ο Κασσελάκης απομάκρυνε οριστικά τον Πολάκη, θα έδινε τα πιο ισχυρά διαπιστευτήρια σε ένα κεντρώο κοινό που έχει θυμώσει με την κυβέρνηση και δεν εμπιστεύεται το ΠΑΣΟΚ. Θα συνέβαινε όμως αυτό ή μια ακραία σύγκρουση μεταξύ τους θα λειτουργούσε διαλυτικά και δυσφημιστικά και απλώς θα είχαμε μια νέα κατρακύλα;
● Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Πολάκης, σε περίπτωση διαγραφής του, έχει τη μαγιά όχι μόνο να κάνει ένα δικό του κόμμα, αλλά και να μπει στη Βουλή – γίνεται λόγος ακόμη και για ποσοστό σαφώς άνω του 3%. Είναι όμως έτσι ή τελικά θα εξαφανιστεί εκλογικά και θα περάσει στο πολιτικό περιθώριο;
Υποχρεωτικά μαζί, αλλά μέχρι πότε;
Όλα τα δεδομένα και τα ανεπίλυτα προβλήματα που αναφέραμε παραπάνω φαίνεται ότι προς το παρόν αποτελούν τη συγκολλητική ουσία στη σχέση Κασσελάκη – Πολάκη. Είναι αυτά που, παρά τους ιδιαίτερα εκρηκτικούς χαρακτήρες τους, υποχρεώνουν και τους δύο να παραμένουν – προς το παρόν τουλάχιστον – κάτω από την ίδια πολιτική στέγη.
Ωστόσο αυτή η συγκατοίκηση δεν μπορεί να μεταβάλει ούτε τον χαρακτήρα ούτε τις εν πολλοίς κοινές ατζέντες τους ούτε να περιορίσει την αυτονομία τους και άρα τον ανταγωνισμό μεταξύ τους για την αυθεντική εκπροσώπηση των ίδιων κοινωνικών ομάδων με σχεδόν πανομοιότυπη ρητορική.
Δεδομένου πάντως ότι ο Κασσελάκης είναι ο πρόεδρος και το κεντρικό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ, λογικά αυτός θα αποφασίσει εν τέλει αν αυτή η συμπόρευση θα συνεχιστεί, για πόσο και με ποιον τρόπο.
Πάντως αυτού του είδους η εξουσία δεν είναι βέβαιο ότι θα τύχει της αναγνώρισης ή της ανοχής εκ μέρους του «αψύ Κρητικού». Δεν αποκλείεται ο Πολάκης να αποφασίσει ότι έφτασε η ώρα να ξανοιχτεί στο πέλαγος με το δικό του σκαρί κι όπου τον βγάλει. Θα έχει βεβαίως κατά νου ότι αυτά τα πράγματα έχουν μεγάλο ρίσκο και ότι μέχρι στιγμής οι αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν διακρίνονται για τις επιδόσεις τους.
Ακόμη και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία εν τέλει κέρδισε την κοινοβουλευτική της παρουσία, χρειάστηκε να αντέξει μια δύσκολη τετραετία εκτός Βουλής ώστε από το 1,47% (82.786 ψήφοι) του 2019 να φτάσει στο 3,17% (165.523 ψ.) του Ιουνίου του 2023 ύστερα από το θρίλερ του 2,89% (170.424 ψ.) του Μαΐου της ίδιας χρονιάς. Οριακά έξω, οριακά μέσα.
Σε κάθε περίπτωση η σχέση Κασσελάκη – Πολάκη είναι (και θα παραμείνει) ένα παιχνίδι για γερά νεύρα…
Σταύρος Σταυρακόπουλος στο topontiki.gr
0 Σχόλια