Ακριβότερο θα είναι φέτος το χριστουγεννιάτικο τραπέζι για τα ελληνικά νοικοκυριά, τα οποία εξαιτίας των γενικευμένων ανατιμήσεων στο ράφι αναγκάζονται να πραγματοποιήσουν περικοπές σε βασικά αγαθά.
Από 10,8% έως 11,4% ακριβότερο υπολογίζεται πως θα είναι φέτος το χριστουγεννιάτικο τραπέζι σε σχέση με το 2022, με το κόστος ορισμένων προϊόντων όπως το ελαιόλαδο, τα μήλα και το αρνί να σημειώνουν άλμα σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι.Ειδικότερα, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ), το κόστος για ένα τραπέζι 6-8 ατόμων διαμορφώνεται από 103,1 έως 140,76 ευρώ, ενώ πέρσι το αντίστοιχο ποσό έφτανε από 92,55 έως 127,07 ευρώ.
Σημειώνεται ότι καταγράφηκαν τιμές τόσο από αλυσίδες σούπερ μάρκετ όσο και από ειδικευμένα καταστήματα λιανικής (π.χ., ζαχαροπλαστεία, κρεοπωλεία κ.λπ.), καθώς και από τη Βαρβάκειο Αγορά, με επιτόπια τιμοληψία και συνεντεύξεις με key-informers
της αγοράς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 18-19 Δεκεμβρίου 2023 με ενδεικτική καταγραφή των τιμών πώλησης των προϊόντων του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, με τη μέθοδο της επιτόπιας παρατήρησης σε εμπορικές αγορές της Αττικής και διαμέσου τηλεφωνικής συνέντευξης για τη Θεσσαλονίκη.
Την ίδια στιγμή, 1 στους 2 καταναλωτές θα μειώσει τις δαπάνες για αγορά προϊόντων το επόμενο εξάμηνο, ενώ οι πληρωμές λογαριασμών και οι αγορές προϊόντων αποτελούν πλέον τις δύο μεγαλύτερες δαπάνες ως ποσοστού του μηνιαίου εισοδήματος. Τα παραπάνω προβλέπει έρευνα καταναλωτικού κλίματος την οποία πραγματοποιεί ο ΣΕΛΠΕ, με την επιστημονική υποστήριξη του εργαστηρίου ELTRUN του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οπως καταγράφεται στην έρευνα, το 49% εκτιμά ότι το πρώτο εξάμηνο 2024 οι δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας θα είναι αυξημένες. Επίσης, το 43% εκτιμά ότι οι δαπάνες για αγορές προϊόντων το πρώτο εξάμηνο 2024 θα είναι μειωμένες, ενώ μόλις το 20% ότι θα είναι αυξημένες. Λίγο καλύτερη είναι η εικόνα για τις υπηρεσίες (εισιτήρια, εστίαση), για τις οποίες εκτιμάται μείωση από το 28% των καταναλωτών, αύξηση από το 18%.
Αυξητική είναι η μέτρηση σε σχέση με τη φορολογία, για την οποία το 60% εκτιμά ότι θα μείνει αμετάβλητη, το 12% ότι θα παρουσιάσει μείωση και το 28% αύξηση. Πρακτικά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι καταναλωτές αναμένουν μείωση των δαπανών για να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, μικρή αύξηση για δαπάνες διασκέδασης και ανησυχία για τις λοιπές δαπάνες πάγιων εξόδων.
Ακόμη σήμερα, σύμφωνα με τους καταναλωτές, οι δαπάνες για λογαριασμούς αποτελούν μαζί με τις αγορές προϊόντων τη μεγαλύτερη δαπάνη τους ως ποσοστό του εισοδήματός τους.
Συγκεκριμένα, οι δαπάνες αγορών αποτελούν το 30% των δαπανών, ενώ οι δαπάνες λογαριασμών 29%. Σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες δαπανών, καταγράφεται μια ελαφρώς αυξητική τάση, όμως οι δαπάνες για λογαριασμούς, ενοίκια και φόρους αντιπροσωπεύουν πλέον τα 2/3 του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος.
Σημειώνεται ότι για ακόμα μία μέτρηση το ποσοστό δαπανών εκτιμάται από τους ίδιους τους καταναλωτές ότι υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημά τους κατά περίπου 20%. Η μέτρηση αυτή αποδίδεται σε ένα γενικότερο φαινόμενο των τελευταίων ετών δαπάνης άνω των εισοδημάτων, αλλά και μειωμένης δήλωσης εισοδημάτων.
Από εκεί και πέρα, ο δείκτης καταναλωτικού κλίματος λιανικής τον Δεκέμβριο του 2023 διαμορφώθηκε στο -52, πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τον μήνα βάσης, τον Οκτώβριο του 2019, μειωμένος σε σχέση με τη μέτρηση του Ιουνίου 2023 κατά 3 μονάδες, αλλά αυξημένος σε σχέση με την αντίστοιχη μέτρηση του Νοεμβρίου 2022 κατά 9 μονάδες. Η συγκεκριμένη εξέλιξη έχει να κάνει τόσο με τις μέχρι σήμερα προσδοκίες των καταναλωτών για το προσεχές διάστημα όσο και λόγω της παρούσας κατάστασης των καταναλωτών.
Συγκεκριμένα ο υπο-δείκτης παρούσας κατάστασης παρουσίασε μεταβολή από το -46 στο -49, ενώ ο υπο-δείκτης προσδοκιών μεγαλύτερη διόρθωση από -54 σε -57, αλλά και πάλι βρίσκεται χαμηλά. Πρακτικά αυτό που καταγράφεται είναι και χαμηλές προσδοκίες αλλά και επιβαρυμένα οικονομικά για τους καταναλωτές, με καλύτερη πορεία βελτίωσης για τις προσδοκίες των καταναλωτών (οι οποίες, βέβαια, παραμένουν αρνητικές).
Πηγή: Η ΑΥΓΗ
0 Σχόλια