Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει πως η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2024
Μια σειρά από κινδύνους φέρνει μαζί του ο προϋπολογισμός του 2024, που δεν περιλαμβάνει επαρκή μέτρα στήριξης των πολιτών, οι οποίοι πλήττονται από την εκτεταμένη ακρίβεια. Άλλωστε, ο πληθωρισμός αναμένεται να τρέξει με 2,6%, που σημαίνει ότι η επόμενη χρονιά θα συνοδευτεί από νέα άνοδο της ακρίβειας και αυτό θα οδηγήσει σε μειώσεις στα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών, κάτι που έχει άμεσες επιπτώσεις.
Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει πως η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2024. Από το 2,9% του 2023 προβλέπεται αύξηση μόλις 1,3%. Αυτό σημαίνει επιβράδυνση κατά 55%. Από την άλλη, μείωση κατά 1,6% προβλέπεται και για τη δημόσια κατανάλωση. Ωστόσο, η κυβέρνηση αναμένει επιπλέον 1,6 δισ. φορολογικά έσοδα για την επόμενη χρονιά, εξαιτίας της ακρίβειας και 1,2 δισ. ευρώ περισσότερο από τον ΦΠΑ, την ώρα που καταργεί τις επιδοτήσεις στην ενέργεια.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προχωρά προς τη φορολόγηση στους ελεύθερους επαγγελματίες, η οποία θα εισφέρει στα κρατικά ταμεία ένα ποσό λίγο κάτω από 600 εκατ. ευρώ, κάτι που κρίθηκε ότι θα ενισχύσει την προσπάθεια επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,1% από 1,1% φέτος, δημιουργώντας ανάγκες άνω των 2 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, η Ελλάδα βρίσκεται εν αναμονή και των αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας, με την κυβέρνηση να προσδοκά ότι θα επιτευχθεί εξαίρεση των αμυντικών δαπανών.
Πέραν του παραπάνω, η πρόταση της Κομισιόν που έχει δει το φως της δημοσιότητας αφορά και την αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών που αναμένεται να αποτελεί το νέο μέτρο δημοσιονομικής πειθαρχίας που περιλαμβάνουν οι αρχικές προαναφερόμενες προτάσεις της Κομισιόν. Ο ελληνικός προϋπολογισμός του 2024 καλύπτει προς το παρόν και τους παλιούς κανόνες, αφού το έλλειμμα θα είναι μόλις 1,1% του ΑΕΠ (όριο το 3% του ΑΕΠ), ενώ θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, το παραπάνω δεν θεωρείται δεδομένο για τα επόμενα χρόνια εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι το τέλος του 2023 και παραμείνουν οι κανόνες του παλιού Συμφώνου Σταθερότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση θα απαιτούνται συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ σε σταθερή βάση, κάτι που μπορεί να καταστεί ιδιαιτέρως προβληματικό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Ανεξίτηλο αποτύπωμα στην οικονομική δραστηριότητα αφήνει η κλιματική αποσταθεροποίηση, με το κόστος να προσεγγίζει τα 200 δισ. ευρώ μέχρι το 2010 για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης που εκπόνησε η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της ΤτΕ.
Mε την κλιματική αλλαγή να «στοιχίζει» 2,2 δισ. ευρώ ετησίως στην ελληνική οικονομία, περίπου 1% του ΑΕΠ σε σημερινές αξίες, καθίσταται σαφές πως η άμεση λήψη μέτρων προς την κατεύθυνση είναι αναγκαία.
«Το κόστος της κλιματικής κρίσης για την ελληνική οικονομία μέχρι το 2010 προσεγγίζει τα 200 δισ. ευρώ με έναν συντελεστή προεξόφλησης 2%. Η κλιματική αλλαγή είναι η σημαντικότερη πρόκληση της εποχής μας, απαιτείται η λήψη άμεσων μέτρων, οι κλιματικοί κίνδυνοι διευρύνονται συνεχώς, δεν χωρούν καθυστερήσεις. Η λήψη μέτρων θα μπορούσε να μειώσει το κόστος κατά 30%» σημείωσε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας χθες. Πάντως, η κυβέρνηση έχει προβλέψει ένα κονδύλι μόλις 600 εκατ. ευρώ για το 2024 μέσα στο τελικό κείμενο του προϋπολογισμού, δείχνοντας να αδιαφορεί.
Παράλληλα, υπάρχει και μια σειρά από ζητήματα τα οποία δημιουργούν πολύ σημαντικά ερωτήματα. Για παράδειγμα, βασικό ζήτημα αλλά και ζητούμενο είναι οι επενδύσεις, με το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών να έχει θέσει έναν υπερφίαλο στόχο για επενδυτικές δαπάνες 12,17 δισ. ευρώ το 2024, σε επίπεδα δηλαδή πρωτόγνωρα για την ελληνική οικονομία ακόμα και τον καιρό πριν από τα Μνημόνια. Σύμφωνα με το κείμενο του προϋπολογισμού, οι επενδύσεις θα πρέπει να αυξηθούν κατά περισσότερο από 15,1% και την επόμενη χρονιά.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι και ο προϋπολογισμός του 2023 προέβλεπε επενδύσεις της τάξης του 15,5% και τελικά η εκτέλεση φτάνει μόλις το 7%, όντας υποδιπλάσιες. Με το παραπάνω συνδέεται και η πορεία που θα έχει η απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Πάντως, οι προβλέψεις για φέτος είναι ότι θα υπάρξει μια υποεκτέλεση της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, κάτι που μόνο ενθαρρυντικό δεν είναι.
Ακόμη, τα υψηλά επιτόκια αποτελούν πλήγμα για την ανάπτυξη, ειδικά σε μια οικονομία όπως η ελληνική η οποία βρίσκεται σε διαδικασία μετασχηματισμού και αλλαγής παραγωγικού μοντέλου, ενώ είναι προφανές πως η αύξηση των επιτοκίων έχει οδηγήσει σε πτώση της ζήτησης για δάνεια και τα κριτήρια δανεισμού από τις τράπεζες έχουν γίνει περισσότερο αυστηρά.
Σε υψηλά επίπεδα παραμένει η επιβάρυνση που υφίστανται νοικοκυριά και επιχειρήσεις από τα επιτόκια των τραπεζών. Μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας και ακρίβειας, η «ψαλίδα» ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων δανείων διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ για τον Οκτώβριο.
Πάντως, η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δεν έδωσε «σήμα» για το πότε θα ξεκινήσει η μείωση των επιτοκίων, κάτι που επιτείνει τη γενικότερη ανησυχία.
Πηγή: H AYΓΗ
0 Σχόλια