Τριπλό κίνδυνο για τους πολίτες διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος και κρούει καμπανάκι κινδύνου για επιτόκια, τιμές ακινήτων και διαθέσιμο εισόδημα. Όπως προκύπτει, οι επιβαρύνσεις για τους πολίτες είναι τεράστιες, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εκρηκτικές καταστάσεις στην καθημερινότητα των πολιτών που έχουν ξεπεράσει τα όρια των αντοχών τους εξαιτίας της παρατεταμένης ακρίβειας, η οποία συνεχίζεται.
Μεγάλο «αγκάθι» για τους πολίτες αποτελούν και οι τιμές ακινήτων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η αυξητική τάση στις τιμές των οικιστικών ακινήτων συνεχίστηκε και το α’ εξάμηνο του 2023. Αναλυτικότερα, οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) αυξήθηκαν το β’ τρίμηνο του 2023 κατά 13,9% σε ετήσια βάση, έναντι αύξησης κατά 11,8% το 2022. Οι τιμές των νέων διαμερισμάτων (ηλικίας έως 5 ετών) το β’ τρίμηνο 2023 αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8%, ενώ οι τιμές των παλιών διαμερισμάτων κατά 14,1%. Με διάκριση κατά γεωγραφική περιοχή, ισχυροί ετήσιοι ρυθμοί αύξησης στις τιμές των διαμερισμάτων καταγράφηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και πιο συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη (16,4%) και σε άλλες μεγάλες πόλεις (14,6%), οι οποίοι υπερβαίνουν τον αντίστοιχο μέσο ρυθμό αύξησης για το σύνολο της χώρας.
Επιπροσθέτως, αναφέρεται ότι οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα απέχουν ακόμη από το ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί πριν τη δημοσιονομική κρίση.
Με βάση τον δείκτη τιμών διαμερισμάτων που καταρτίζει η Τράπεζα της Ελλάδος για το σύνολο της χώρας, η υψηλότερη τιμή του δείκτη παρατηρήθηκε το έτος 2008 (101,7) και στη συνέχεια ακολούθησε σταθερά καθοδική πορεία, για να καταγραφεί η χαμηλότερη τιμή το 2017 (59). Έκτοτε, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων καταγράφει σταθερά ανοδική πορεία, ανερχόμενος σε 90,6 το β’ τρίμηνο 2023, υπολειπόμενος κατά 11,1% από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει.
Αντίστοιχη είναι και η εξέλιξη του επιπέδου των ενοικίων, με τον σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται σε 98,5 με βάση τα στοιχεία του γ’ τριμήνου 2023, έναντι 94,8 το δ’ τρίμηνο του 2022.
Ο δείκτης ενοικίων, σε αντίθεση με τον δείκτη τιμών κατοικιών, παραμένει σημαντικά χαμηλότερα από την υψηλότερη τιμή που έχει λάβει ιστορικά (124,3, γ’ τρίμηνο 2011).
Το κόστος στέγασης ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε 34,2% για το 2022, έναντι 19,9% κατά μέσο όρο για την Ευρώπη των 27.
Ομοίως, ο δείκτης υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω κόστους στέγασης λαμβάνει για την Ελλάδα την υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ, καθώς για το έτος 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη ζώνη του ευρώ διαμορφώθηκε σε 9,4%.
Η επιθετική σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής παίρνει «σάρκα και οστά» στο μέσο επιτόκιο των υφιστάμενων υπολοίπων των δανείων που αυξήθηκε κατά 207 μονάδες βάσης, ήτοι 2,07%. Η μεγαλύτερη επιβάρυνση σημειώθηκε στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια. Ειδικότερα, το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα στεγαστικών δανείων με διάρκεια που ξεπερνά τα 5 χρόνια αυξήθηκε κατά 226 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 4,4%, Ιούλιος 2022: 2,2%), ενώ στα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε χρόνια αυξήθηκε μόνο κατά 127 μονάδες βάσης (Σεπτέμβριος 2023: 5,2%, Ιούλιος 2022: 3,9%).
Η αύξηση στο μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα των καταναλωτικών και λοιπών δανείων διαμορφώθηκε επίσης με τη διάρκεια του δανείου. Συγκεκριμένα, η αύξηση ανήλθε σε 69 μονάδες βάσης για δάνεια με διάρκεια έως έναν χρόνο, 118 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω του ενός και έως πέντε χρόνια και 170 μονάδες βάσης για τα δάνεια με διάρκεια άνω των πέντε χρόνων.
Οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρουσίασαν για τα στεγαστικά δάνεια σημαντική αύξηση το 2023 εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων, ενώ έμειναν σχεδόν αμετάβλητες για τα καταναλωτικά και λοιπά δάνεια.
Τα εισοδήματα των νοικοκυριών, όπως είναι αυτονόητο, είναι σημαντικός παράγοντας, τον οποίο μελετά η Τράπεζα της Ελλάδος για να έχει εικόνα για τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανείων. Αν και η έκθεση της κεντρικής τράπεζας δίνει στοιχεία και για το τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, όσον αφορά το εισόδημα αντλεί στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ και τα οποία αφορούν το πρώτο τρίμηνο.
Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, το ονομαστικό διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε κατά 11,3% σε ετήσια βάση, ενώ το πραγματικό εισόδημα κατά 5,8%, κυρίως λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
Ωστόσο, ενδιαφέρον έχουν οι παρατηρήσεις για την ακτινογραφία του άνωθεν ποσοστού. Ο κύριος λόγος είναι ότι η αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος οφείλεται ως επί το πλείστον στη συμβολή του εισοδήματος των αυτααπασχολούμενων, η οποία εν μέρει οφείλεται στην ανάκαμψη της οικονομίας αλλά ενδεχομένως, όπως γράφει η έκθεση, και «στη μετακύλιση του υψηλού πληθωρισμού στις τιμές των υπηρεσιών των ελεύθερων επαγγελματιών».
Τέλος, όσον αφορά την εξαρτημένη εργασία, η άνοδος οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της απασχόλησης και «δευτερευόντως στην άνοδο των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά απασχολούμενο».
Πάντως, για το σύνολο του 2022 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 2%, όπως καταγράφηκε στα τελικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Πηγή: H AYΓΗ
0 Σχόλια