Αύξηση 6,5 δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι του 2019, δηλαδή +36,89%, και 9 δισεκατομμυρίων ευρώ έναντι της χρονιάς της πανδημίας, του 2020, δηλαδή 58% (!), εμφανίζουν τα κρατικά έσοδα από ΦΠΑ με βάση τον προϋπολογισμό 2024 που κατέθεσε η κυβέρνηση...
Δεδομένου ότι μεταξύ των καταγεγραμμένων κρατικών εσόδων του 2020, που ανήλθαν σε 49,10 δισεκατομμύρια ευρώ, και των προϋπολογιζόμενων 68,14 δισ. για το 2024 υπάρχει διαφορά 19 δισ., γίνεται εμφανές ότι σχεδόν η μισή αύξηση των κρατικών εσόδων της περιόδου Μητσοτάκη προέρχεται από την αφαίμαξη των καταναλωτών λόγω πληθωρισμού.
Η ακρίβεια… σώζει
Η διαπίστωση ότι αυτό που διαφημίζεται ως κυβερνητική επιτυχία και οικονομικό θαύμα Μητσοτάκη βασίζεται στην καταλυτική συμμετοχή των εσόδων από ΦΠΑ (είναι χαρακτηριστικός ο πίνακας 2 που δημοσιεύουμε και καταρτίστηκε με βάση τα επίσημα στοιχεία που περιέχονται στους προϋπολογισμούς) αποκαλύπτει και την ουσία της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής. Ο κρατικός προϋπολογισμός και η κυβέρνηση «αφαιμάζουν» τεράστια ποσά από τους φορολογούμενους μέσω των έμμεσων φόρων. Στη συνέχεια βαφτίζουν «δημοσιονομικό χώρο» ένα μικρό κλάσμα των υπερεσόδων από ΦΠΑ και «μοιράζουν» τα διαρκώς μειούμενα ψίχουλα των ποικιλώνυμων pass.
Αν συνυπολογιστεί δε ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός θεωρεί ως «κόκκινη γραμμή» για τον προϋπολογισμό την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 0,7% του ΑΕΠ ή 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ (αν και στο κατατεθέν σχέδιο του προϋπολογισμού προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% για το 2023, δηλαδή 400 εκατομμύρια ευρώ λιγότερα), τότε γίνεται απόλυτα κατανοητό ότι τα πολλαπλάσια υπερέσοδα από τον ΦΠΑ είναι αυτά που υπερκαλύπτουν και τον στόχο αυτόν. Και κάνουν το απαραίτητο «ρετούς» ώστε να εμφανίζεται ως συνεχώς βελτιούμενο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Πέραν αυτού, η προβλεπόμενη έναντι του 2023 αύξηση των κρατικών εσόδων καλύπτεται σε ποσοστό της τάξης του 50% από αύξηση των έμμεσων φόρων.
Πρέπει να επισημανθεί, πάντως, ότι η εμφανιζόμενη αύξηση των εσόδων από άμεσους φόρους (εισοδήματος φυσικών προσώπων κυρίως) για το 2023, η οποία θα εμφανιστεί και το 2024, οφείλεται σε σημαντικότατο βαθμό στην αύξηση μισθών και συντάξεων - και λόγω της ακρίβειας. Αντιθέτως, εμφανίζεται μειωμένος ο φόρος εισοδήματος των επιχειρήσεων το 2024 έναντι του 2023, κι αυτό γιατί στο 2023 έχουν περιληφθεί και τα έσοδα της έκτακτης φορολογίας των διυλιστηρίων. Επίσης, σημαντικό τμήμα της αύξησης οφείλεται στην κερδοφορία ρεκόρ των Α.Ε. το 2023.
Μια συγκλονιστική διαφορά
Το 2019 τα κρατικά έσοδα εν συνόλω έφτασαν τα 52,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Μετά την καταβύθιση λόγω κορωνοϊού στα 49 δισ. το 2020, το 2024 το σύνολο των κρατικών εσόδων προβλέπεται ότι θα φτάσει τα 68,1 δισεκατομμύρια. Δηλαδή η κατά 20 σχεδόν δισ. αύξηση σε μια τετραετία οφείλεται σχεδόν κατά 50% στην αύξηση των έμμεσων φόρων (9,5 δισεκατομμύρια ευρώ). Πρόκειται για μια συγκλονιστική διαπίστωση, μιας και είναι γενικότερη η αποδοχή της άποψης ότι οι έμμεσοι φόροι αποτελούν την πιο άδικη μορφή φορολογίας και βεβαίως ακόμη πιο άδικη και από τη φορολογική επιβάρυνση μέσω της άμεσης φορολογίας.
Παράλληλα, η εικόνα αυτή εξηγεί την αμετακίνητη θέση της κυβέρνησης Μητσοτάκη έναντι των προτάσεων για μείωση του ΦΠΑ σε βασικά καταναλωτικά είδη, και κυρίως στα τρόφιμα, που συνεχίζουν να ακριβαίνουν με ταχύτατους ρυθμούς. Η αποδοχή μιας τέτοιας πρότασης θα αποδείκνυε πόσο ρηχή και ευάλωτη είναι η δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης.
Τα κόστη για τη Θεσσαλία
Είναι επιπλέον χαρακτηριστικό το γεγονός της υποεκτίμησης των ζημιών στη Θεσσαλία αλλά και στον Έβρο, στη Ρόδο κ.λπ. και της πρόβλεψης (και με τον συμπληρωματικό προϋπολογισμό) ποσών χαμηλότερων από αυτά που πραγματικά χρειάζονται.
Οι δύο συμπληρωματικοί προϋπολογισμοί (700 εκατ. και 600 εκατ. ευρώ) είναι βέβαιο ότι δεν καλύπτουν τις έκτακτες ανάγκες των πολιτών και το συνολικό κόστος των ζημιών. Κι αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο περιφερειάρχης Θεσσαλίας Κώστας Αγοραστός εκτίμησε πως οι ζημιές υπερβαίνουν τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής, Εφαρμοσμένης Γεωλογίας και Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών Ευθύμιος Λέκκας εκτίμησε πως το κόστος θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ, εκτίμηση όμως που δεν συμπεριλαμβάνει τις ζημιές που προκλήθηκαν στη Λάρισα μετά την πλημμύρα του Πηνειού.
Το κόστος για τόκους
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την αναδιάρθρωση του χρέους το 2018 και με τον λεγόμενο «καθαρό διάδρομο», παρέδωσε το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, δηλαδή το ύψος των ετησίων τόκων που δαπανώνται από τον προϋπολογισμό, σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Από τα 6 δισεκατομμύρια του 2019, για το 2024 προϋπολογίζονται τόκοι περίπου 9 δισεκατομμυρίων, δηλαδή αύξηση σχεδόν κατά 50%.
Αυτό δείχνει ότι, παρά την έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας, οι επιδόσεις της περιόδου 2018-2019 ήταν πολύ καλύτερες των τρεχουσών. Βεβαίως, τότε τα επιτόκια της ΕΚΤ ήταν πολύ χαμηλά, αυτό όμως δεν αφορούσε κυρίως την Ελλάδα, που ήταν χρεοκοπημένη και υπό επιτήρηση. Η «φενάκη» της επενδυτικής βαθμίδας ουδόλως υποβαθμίζει το γεγονός ότι το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης υπερβαίνει τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ. Η μείωσή του ως ποσοστό του ΑΕΠ αφορά το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αλλά και το γεγονός ότι τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια του χρέους έχουν «φορτωθεί» σε φορείς της Γενικής Κυβέρνησης (δημόσιους οργανισμούς κ.λπ.), γεγονός που εμφανίζει «νομοτύπως» σε χαμηλότερα επίπεδα τον λόγο ΑΕΠ προς δημόσιο χρέος. Ήτοι, είναι πάνω από 200% το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης και περί το 155%-160% το χρέος της λεγόμενης Γενικής Κυβέρνησης.
Ρητορική λιτότητας
Παρά το προβαλλόμενο ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης success story της κυβέρνησης, υπάρχουν δύο δεδομένα που δημιουργούν «γκρίζες ζώνες» στην εικόνα του κυβερνητικού αφηγήματος:
1. Η εμμονή στην αναφορά ορίων στην πολιτική κοινωνικών δαπανών με τη χρονική οριοθέτηση των διαφόρων pass εκ μέρους των κυβερνητικών στελεχών, προεξαρχόντων των Μητσοτάκη, Χατζηδάκη και Γεωργιάδη (προέδρου και αντιπροέδρων της Ν.Δ.). Ειδικά η έκρηξη του τελευταίου για τα αναδρομικά μετά την πρόσφατη απόφαση ανώτερου δικαστηρίου («εγώ δεν πρόκειται να δώσω σε κανέναν αναδρομικά») ήταν απόλυτα χαρακτηριστική.
2. Η συγκρατημένη αναβάθμιση από τη Moody’s αλλά και οι υφεσιακές προοπτικές που προδιαγράφονται για τις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες. Η κυβέρνηση σ’ αυτό το πλαίσιο εμμένει στο να προβλέπει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, που βασίζονται κυρίως σε έωλες προβλέψεις.
Αυθαίρετες προβλέψεις
Η κυβέρνηση, όπως και το 2022 για το 2023, επιδίδεται σε μια σειρά αυθαίρετων προβλέψεων που διαψεύστηκαν παταγωδώς. Ειδικότερα:
* Το 2022 προέβλεπε αύξηση των παγίων επενδύσεων (σχηματισμός ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου) κατά 21,9% και έφτασε τα μισά (11,7%). Το 2023 φαίνεται ότι έπεσε μέσα στο 8,3% και για το 2024 προβλέπει αύξηση 12,1%.
* Προβλέπει άνοδο του ΑΕΠ κατά 3%, αλλά πλην των (θεωρητικών…) επενδύσεων, προβλέπεται στον προϋπολογισμό χαμηλότερος ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης (από 2,5% σε 1,6%) και αρνητική δημόσια κατανάλωση (από +0,3% σε -1,3%). Προβλέπεται επίσης επιτάχυνση της αύξησης των εξαγωγών, παρά την αύξηση των επιτοκίων και τα υφεσιακά φαινόμενα που έχουν εμφανιστεί σε χώρες παραδοσιακούς πελάτες των ελληνικών προϊόντων, ενώ επίσης για τον ίδιο ακριβώς λόγο μάλλον είναι λάθος να θεωρείται δεδομένη η διεύρυνση του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα.
Εξάλλου, αναγνωρίζεται και στην ίδια την εισηγητική έκθεση σε σημαντικό βαθμό η ύπαρξη αυτών των κινδύνων που μπορούν να λειτουργήσουν ανασχετικά ως προς τη θετική μεταβολή του ΑΕΠ.
Η ΑΥΓΗ
0 Σχόλια