Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Το “κάμωμα” της ιστορίας και τα καμώματα των πολιτικώς και κοινωνικώς αδαών και ανώριμων. Η φράση τούτη συνοψίζει την διανοητική κατάσταση στο χώρο σχεδόν της σύνολης Αριστεράς (κομμουνιστικής, μετακομμουνιστικής, σοσιαλιστικής).
Η ΑΦΟΡΜΗ για τούτη την παρατήρηση ήταν ένα από τα συνθήματα που ακούστηκαν κατά την προσέλευση της Έφης Αχτσιόγλου στα γραφεία του κόμματος, μετά το πέρας των διαδικασιών εκλογής προέδρου στον ΣΥΡΙΖΑ και την ανακοίνωση του αποτελέσματος. Το εν λόγω σύνθημα, σε διάφορες μικροπαραλλαγές του, ακούγεται στους δημόσιους χώρους από εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, αλλά και μέλη κοινοβουλευτικών αριστερών κομμάτων.
ΣΤΗΝ καταπραϋντική δράση του προσέφυγαν και τα μέλη της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία υποδέχτηκαν, έξω από τα γραφεία του κόμματος, την ηττημένη Έφη Αχτσιόγλου: “… η ιστορία γράφεται με ανυπακοή”.
ΚΑΤΑ συνέπεια οι “άλλοι” νίκησαν, αλλά εμείς “γράφουμε ιστορία”. Η γλώσσα ως οπιούχο και ως παραμυθία σε έναν “ακατανόητο” κόσμο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε, γράφεται από τους ιστορικούς και από άλλους επιστήμονες συναφών επιστημών. Και γράφεται εκ των υστέρων.
Τι ακριβώς εννοούν όσοι θεωρούν ότι οι ίδιοι/ίδιες “γράφουν ιστορία”; Είναι σαφές ότι πρόκειται για μεταφορική χρήση της γλώσσας και πως τούτο το “γράψιμο” αναφέρεται σε κάτι άλλο, στο “κάμωμα” της ιστορίας. Πως “καμώνεται”, πως “φτιάχνεται”, πως “γίνεται” η ιστορία και, φυσικά, ποιοι “κάνουν”, ποιοι “γράφουν” ιστορία.
ΑΣ ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ προσωρινά οπτική γωνία. Κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου στον Κόλπο, όταν οι ΗΠΑ βομβάρδιζαν το Ιράκ, το CNN, μετέδιδε “απ΄ ευθείας” (live) εικόνες από την νυκτερινή και βομβαρδιζόμενη Βαγδάτη. Σε μια από τις αναμεταδόσεις των πρώτων ημερών ο αμερικανός ανταποκριτής σχολίασε την τηλεοπτική κάλυψη των “γεγονότων” με την φράση: “history in the making”.
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ θα αποδίδαμε την έκφραση ως: “η ιστορία στο γράψιμό της”. Το “to make history” της αγγλικής ή το “Geschichte machen” της γερμανικής αντιστοιχούν στο ελληνικό μεταφορικό σχήμα “γράφω ιστορία”.
ΠΟΙΟΣ “γράφει” και πως “γράφεται” η ιστορία, υπό τη συγκεκριμένη σημασία; Προφανώς και δεν είναι “η ανυπακοή”, η οποία “γράφει” ιστορία. Όσο και αν ξελαρυγγιάζονται, με διάφορες παραλλαγές του συνθήματος, σε πορείες και συγκεντρώσεις διάφορα μέλη από ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ή αναρχικές ομάδες ή αντίστοιχες του ΚΚΕ και της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, η ανυπακοή… είναι αναλφάβητη και δεν μπορεί να γράψει!
ΚΑΙ ΜΙΑ και αναφερόμαστε στην Αριστερά, ας ανασύρουμε για λίγο ένα από τα επιδραστικότερα στοιχεία της θεωρητικής και πολιτικής παράδοσής της: τις θεωρήσεις του Καρλ Μαρξ επί του ζητήματος.
ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: Θα επιστρατεύσω εδώ ένα κλασικό, πλέον, έργο της διεθνούς επιστημονικής βιβλιογραφίας και της γερμανικής “ιστορίας των εννοιών” (“Begriffsgeschichte”), τη μελέτη του Reinhart Koselleck “Vergangene Zukunft” (Frankfurt a.M. 1979, 4η έκδοση 1985). Για πιο εύκολη κατανόηση του περιεχομένου του βιβλίου, αποδίδω στα ελληνικά, σε ελεύθερη μετάφραση, τον τίτλο ως “Μέλλον που παρήλθε”. Εδώ στο πλαίσιο στην προσπάθεια να εξηγήσει την ανάδειξη της έκφρασης “γράφω ιστορία”, κατά τον 19ο αιώνα, ο γερμανός μελετητής σημειώνει ότι ο Μαρξ είχε προσπαθήσει να αποκαλύψει ως “μεταφυσικό υποκείμενο”, στη χρήση της γλώσσας, όλες εκείνες τις περιπτώσεις των αντιπάλων του, οι οποίοι απέδιδαν στην έννοια της ιστορίας ουσιοκρατικό χαρακτήρα.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ ότι δεν ήταν μόνο οι ουτοποκεντρικές σκοποθεσίες εκείνες που προσέδωσαν δυναμική παγκόσμιας επίδρασης στις ιστορικοθεωρητικές προσεγγίσεις του Μαρξ, αλλά οι ιστορικές του αναλύσεις διακρίνονταν από έναν θεμελιώδη προσδιορισμό διαφοράς, ο οποίος διέκρινε μεταξύ του συγκεκριμένου ανθρώπινου δραν και εκείνου που πραγματικά συμβαίνει μακροπρόθεσμα.
ΣΕ ΑΥΤΟΝ τον διαχωρισμό θεμελιώνεται όλη η ανάλυση του κεφαλαίου στην οποία προχωρά ο στοχαστής από το Τρίερ, αλλά και η κριτική του στην ιδεολογία, την “λανθασμένη συνείδηση”. Όταν, επί παραδείγματι, αναφέρεται επιτιμητικά στους “ιδεολόγους”, τους οποίους ειρωνεύεται ως “κατασκευαστές της ιστορίας” (“Fabrikanten der Geschichte”).
Ο Κ. ΜΑΡΞ, όπου εμφανίζεται ως σύγχρονος ιστορικός, ειδικά μετά την αποτυχία του 1848, όρισε “με ανυπέρβλητο (τρόπο) και τα όρια (της δυνατότητας) “γραψίματος” της ιστορίας” (R. Koselleck): “Οι άνθρωποι “γράφουν” τη δική τους ιστορία, αλλά δεν την “γράφουν” υπό όρους τους οποίους επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά υπό περιστάσεις προϋπάρχουσες άμεσα, δεδομένες και παραδεδομένες”. (Karl Marx, - το ρήμα “γράφω” να διαβάζεται υπό τη σημασία του “κάμνω”).
Ο ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ χρησιμοποιεί τούτη την σαφέστατη άποψή του, για να αποκομίσει από αυτήν πρακτικούς τρόπους συμπεριφοράς. Και, από θεωρητική σκοπιά, δεν είχε εδώ κατά νου τους κοινωνικο-οικονομικούς όρους, αλλά την ικανότητα να “κάνει” κάποιος πολιτική: die Machbarkeit der Politik (R. Koselleck).
ΕΤΣΙ οποιοσδήποτε θελήσει να εξηγήσει το εύρος της πρακτικής-πολιτικής επίδρασης του Καρλ Μαρξ, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του και εκείνες τις διατυπώσεις στο έργο του, οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα να μετατίθεται ο ουτοπικός ορίζοντας προσδοκίας σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Και εδώ έχει η ρεαλιστική – κάθε πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι ρεαλιστική - αριστερή πολιτική τη θέση της. Ο R. Koselleck θεωρεί ότι το νήμα από τον Αύγουστο Μπέμπελ, στον Βλαδίμηρο Λένιν, στον Ιωσήφ Στάλιν, μέχρι και τον Γιόζιπ Τίτο ή τον Μάο Τσε Τουνγκ τεκμηριώνει τούτη την άποψή του: η ιστορία δεν “γράφεται”, δεν “καμώνεται” ερήμην της υπάρχουσας πραγματικότητας.
ΘΑ ΠΡΟΣΕΘΕΤΑ ότι δεν “καμώνεται” με τα “καμώματα” διάφορων πολιτικώς και κοινωνικώς ανώριμων και αντιδιαλεκτικών εγκεφάλων. Όσοι καμώνονται ότι “γράφουν ιστορία” θα πρέπει να αρχίσουν να παίρνουν, λίγο περισσότερο, στα σοβαρά τον εαυτό τους και να αρχίσουν να σέβονται εαυτούς και, κατά συνέπεια, και τους άλλους. Να αποδεσμευτούν από διάφορα μυθεύματα και ιδεολογήματα.
ΑΥΤΟ που δεν χρειαζόμαστε σε τούτη τη χώρα, και ισχύει για όλη την πολιτική τάξη του τόπου, είναι ένας τύπος “μεταφυσικής υποκρισίας”, ότι δηλαδή πράττουμε στο πλαίσιο μιας ιστορικής αναγκαιότητας και βεβαιότητας (είτε αυτό ονομάζεται “σωστή πλευρά της ιστορίας”, είτε αφορά γενικόλογες, ασαφείς “ουτοπικές” κοινοτοπίες, “ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός”).
ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ μετά αυτή την αναγκαία διευκρινιστική παρέκβαση στο θέμα του άρθρου μου. Η Έφη Αχτσιόγλου ηττήθηκε διότι αρνήθηκε την πολιτική. Εγκλωβίστηκε στα στεγανά της γνωστής ανδροκρατικής-γεροντοκρατικής “αριστεροσύνης” στον ΣΥΡΙΖΑ, σε αυτόν τον αντιδραστικό πολιτικό πουριτανισμό μιας αργόσχολης κομματικής νομενκλατούρας και θυσίασε το ευνοϊκό για αυτήν momentum στην λογική της διατήρησης ισορροπιών, αρνούμενη, συγχρόνως, ένα καθοριστικό στοιχείο της ύπαρξής της: γυναίκα, με προσφυγικές οικογενειακές καταβολές.
ΕΝΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ πολιτικό και επικοινωνιακό κεφάλαιο, το οποίο παρέμεινε ως το τέλος στα αζήτητα: περιφρόνησε ανεξήγητα την “ογλού” και ακύρωσε την “Έφη” (ειδικά όταν προσπάθησε να εμφανιστεί όψιμα ως γυναίκα θύμα). Και φαντάζει ακόμη μεγαλύτερη τούτη η πολιτική αστοχία εξαιτίας του γεγονότος ότι ηττήθηκε από έναν αντίπαλο με ανάλογα χαρακτηριστικά: φιλομόφυλος και απόδημος.
ΕΑΝ η πολιτικός επεδείκνυε περισσότερη τόλμη και θάρρος και αποτίνασσε τα δεσμά της παλαιοκομματικής κάστας του κόμματος δεν θα υπήρχε καν η υποψηφιότητα του Στέφανου Κασσελάκη. Όλοι/όλες θα μιλούσαν για την “Έφη”. Αλλά αυτή αρνήθηκε τον εαυτό της.
ΤΩΡΑ οι ανοησίες των απαρχαιωμένων εγκεφάλων του κόμματος,- που δεν όρθωσαν ανάστημα όταν περνούσε στο καταστατικό η αντιδημοκρατική διάταξη για χύδην εκλογή προέδρου, γιατί θα έχαναν τα οφίκια-, και το μένος τους απέναντι στην επιλογή των πολιτών αναδεικνύει το εύρος της “μεταφυσικής υποκρισίας” που τους διακατέχει. Αν προσθέσει κανείς κακόβουλα την οικονομική και κοινωνική βόλεψή τους, θα έχει την πλήρη εικόνα της αντιδραστικής και αντιλαϊκής ελιτίστικης αντίληψής τους.
Ευθύνη των δημοκρατικών σοσιαλιστών είναι να συμβάλλουν στην χειραφέτηση σύμπασας της Αριστεράς και της σοσιαλιστικής πολιτικής από τους ενοχικούς καταναγκασμούς που προσπαθούν να επιβάλλουν και πάλι οι αντιδραστικοί “κατασκευαστές της ιστορίας”…
Υ.Γ.: Έχω αναφερθεί σε άλλο άρθρο μου για το ζήτημα της Μικρασιατικής Καταστροφής και για την Συνθήκη της Λωζάννης. Η λήθη που έχει επιβληθεί από το αθηναϊκό κατεστημένο είναι καταλυτική. Ακόμη και η Αριστερά, η οποία στην Ελλάδα ήταν, κυρίως, Αριστερά προσφύγων, έχει προσπεράσει τις κρίσιμες εκατονταετηρίδες χωρίς να αναλάβει καμία σημαντική πρωτοβουλία. Αλλά σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας υπάρχουν “προσφυγικά” ή όπως αλλιώς τα αποκαλούν. Και περιμένουν την ηθική και πολιτική αποκατάστασή τους. Η πολιτική είναι και υπόθεση φαντασίας και, κυρίως, συμβολισμών…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το εδάφιο στο βιβλίο του R. Koselleck, ευρίσκεται στη σελίδα 272. Η απόδοση του περιεχομένου γίνεται σχετικώς ελεύθερα. Οι αναφορές στον Καρλ Μάρξ προέρχονται από:
-Marx/Engels, Die heilige Familie oder Kritik der kritischen Kritik (1843), MEW, Bd. 2 (1957)
-Marx/Engels, Die deutsche Ideologie, Berlin 1953.
-Karl Marx, Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, MEW, Bd.8.
O Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της Σοσιαλιστικής Προοπτικής (www.sopro.gr)
0 Σχόλια