Eπιστροφή στον πρωταθλητισμό ακρίβειας δείχνουν για την Ελλάδα τα νεότερα στοιχεία της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικού... ρεύματος. Από τα τέλη Ιουλίου, η χώρα μας εμφανίζει σταθερά την ακριβότερη τιμή σε ολόκληρη την Ευρώπη και η τάση αυτή καλλιεργεί το έδαφος για εκτόξευση της αισχροκέρδειας στις τιμές λιανικής μέσω των λογαριασμών που θα φτάνουν στους καταναλωτές από το φθινόπωρο.
Μέσα στο τελευταίο εννιαήμερο, από τις 30 Ιουλίου έως τις 7 Αυγούστου 2023, η Ελλάδα είχε σταθερά την ακριβότερη χονδρεμπορική τιμή ανάμεσα σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με εξαίρεση μόνο μία ημέρα. Σύμφωνα με το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, η τιμή της μεγαβατώρας διαμορφώθηκε χθες στα 105 ευρώ, ενώ η δεύτερη ακριβότερη χώρα ήταν η Ιταλία όπου το εκεί σύστημα την καθόρισε στα 93 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Την ίδια ημέρα, η τιμή ήταν 70 ευρώ στη Γαλλία και 22 στη Γερμανία όπως φαίνεται στο πινακάκι όπου παραθέτουμε ενδεικτικά την εξέλιξη των τιμών σε τέσσερις χώρες.
Οι διακυμάνσεις των τιμών είναι μεγάλες ιδιαίτερα τα σαββατοκύριακα καθώς μέσα στον Αύγουστο πέφτει κάθετα η ζήτηση, με τον κόσμο να βρίσκεται σε διακοπές και πολλά εργοστάσια να υπολειτουργούν. Η προπορεία της Ελλάδας, όμως, δεν...αμφισβητείται όπως φαίνεται και στους μέσους όρους που παραθέτουμε χαμηλότερα στον πίνακα, με βάση τα στοιχεία που δημοσιεύει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας.
Ο μέσος όρος της χονδρεμπορικής τιμής στην Ελλάδα για το διάστημα μετά την 1η Αυγούστου ήταν 105,71 ευρώ έναντι 100,1 ευρώ για τη δεύτερη Ιταλία ενώ Γερμανία και Γαλλία βρίσκονται πολύ χαμηλότερα στα 63,23 και 65,63 ευρώ, αντίστοιχα. Σημειώνεται ότι στον μέσο όρο τιμών χονδρικής από την αρχή του 2023, η Ελλάδα είναι δεύτερη με 127,81 ευρώ έναντι της πρώτης Ιταλίας με 131,48 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Φαίνεται, πλέον, ξεκάθαρα ότι η Ελλάδα «πατάει γκάζι» για να κατοχυρώσει την πρώτη θέση στην ακρίβεια σε μια περίοδο που η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν δείχνει να έχει καταλήξει σε αποφάσεις για το πώς θα διαχειριστεί το νέο κύμα αισχροκέρδειας.
Οι χονδρεμπορικές τιμές επηρεάζουν δραματικά τις τελικές τιμές καταναλωτή καθώς οι προμηθευτές αγοράζουν απευθείας μέσω του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και όχι μέσω διμερών συμβολαίων με τους παραγωγούς. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη σε μεγάλο βαθμό, που συχνά ξεπερνά το 40%, από το ορυκτό φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρισμού, παρά τους πανηγυρισμούς για τη συνεχή επέκταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Στη διαμόρφωση της χονδρικής τιμής συμβάλλει επίσης και η μεγάλη εξάρτηση από τις εισαγωγές ρεύματος (συχνότατα ξεπερνούν το 20% της παραγωγής) από Ιταλία αλλά και Τουρκία, Βουλγαρία, Β. Μακεδονία και Αλβανία.
Οριζόντιες επιδοτήσεις
Υπενθυμίζεται ότι και τον περασμένο χειμώνα η Ελλάδα βρέθηκε πολλές φορές στην πρώτη θέση από πλευράς χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που περιλάμβανε και την προεκλογική περίοδο, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να διαθέσει τεράστια ποσά, που ξεπέρασαν συνολικά τα 10 δισεκατομμύρια ευρώ, ώστε να δοθούν επιδοτήσεις και να μειωθούν οι επιπτώσεις στην τσέπη των καταναλωτών.
Αρχικά η κυβέρνηση έλεγε ότι το σύστημα των «οριζόντιων» επιδοτήσεων θα σταματούσε από τον ερχόμενο Σεπτέμβριο και μαζί με αυτό θα έληγε και ο Προσωρινός Μηχανισμός Ανάκτησης των Υπερεσόδων για τους ηλεκτροπαραγωγούς. Τελικά, όμως, ανακοίνωσε ότι παρατείνεται η ισχύς του προσωρινού μηχανισμού έως τις 31/12/2023, χωρίς όμως να προσδιορίσει εάν θα συνεχιστούν οι επιδοτήσεις και με ποια μορφή. Σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες, ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης ετοιμάζεται να ανακοινώσει επιδόματα και ενισχύσεις για συγκεκριμένες κατηγορίες καταναλωτών και ιδιαίτερα τους ευάλωτους.
Εάν όμως συνεχιστεί η άνοδος στις διεθνείς τιμές φυσικού αερίου, οι λιανικές τιμές θα επιβαρυνθούν δραστικά και θα είναι δύσκολο για την κυβέρνηση να παραμείνει απαθής, καθώς μετά τον ερχόμενο χειμώνα ακολουθεί το «σκαλοπάτι» των ευρωεκλογών. Εφόσον οι χονδρεμπορικές τιμές συνεχίσουν να ανεβαίνουν, θα προκύψουν και πάλι υπερέσοδα για τους ηλεκτροπαραγωγούς, τα οποία τους τελευταίους μήνες είχαν μειωθεί έως μηδενισμού.
Εως τώρα μέσω των υπερεσόδων αντλήθηκαν πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Ομως, για να δοθούν οι επιδοτήσεις, χρειάστηκε στα υπερέσοδα να προστεθούν τεράστια κονδύλια άνω των 4 δισ. από τον κρατικό προϋπολογισμό και να ανακυκλωθούν ακόμη 3,7 δισ. από χρήματα που είχαν ήδη πληρώσει οι καταναλωτές. Ποιος θα πληρώσει, άραγε, αυτόν τον νέο λογαριασμό;...
Aρης Χατζηγεωργίου
Η Εφημερίδα των Συντακτών
0 Σχόλια