Κείμενο του Ιωάννη Α. Σαρσάκη (Καστροπολίτη)
Μια από τις πιο γνωστές περιοχές του Διδυμοτείχου είναι η λεγόμενη «Ταμπακιά», η οποία βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της πόλης, ανάμεσα στον Ερυθροπόταμο και το Βυζαντινό Κάστρο της. Η ονομασία Ταμπακιά προέκυψε από τα πολλά ταμπάκικα που υπήρχαν στην περιοχή, τα οποία ήταν εργαστήρια κατεργασίας δερμάτων (βυρσοδεψεία), η λέξη προέρχεται από την τουρκική γλώσσα (Tabakhane = Βυρσοδεψείο). Η τοποθεσία αυτή επιλέχθηκε λόγω της εγγύτητας στο ποτάμι, καθώς το νερό ήταν άκρως απαραίτητο για την όλη κατεργασία των δερμάτων. Τα ταμπάκικα (κατά πάσα πιθανότητα) έπαψαν να λειτουργούν στην περιοχή της Ταμπακιάς μετά την απελευθέρωση του 1920, όπου και μεταφέρθηκαν ανατολικότερα προς το ποτάμι, στις υπώρειες του λόφου της Αγίας Πέτρας.
Η κύρια οδός που διασχίζει την Ταμπακιά ονομάζεται Θεοδώρου Βρανά και βεβαίως είναι γνωστή σε πολλούς ως η οδός Βρανά. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε, ότι οι άλλοι μικρότεροι κάθετοι δρόμοι της περιοχής παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς καταλήγουν στη δυτική πλευρά του κάστρου, κάτω από τα τείχη, τους πύργους και τα πολλά υπόσκαφα σπήλαια, δημιουργώντας στον διαβάτη μία πανέμορφη εικόνα μιας άλλης εποχής, η οποία εκτείνεται από τον πύργο της Βασιλοπούλας και τα διώροφα υπόσκαφα σπήλαια μέχρι και τις Καλιόπορτες. Αξίζει να σημειωθεί, ότι προ ετών, οι κάτοικοι της Ταμπακιάς είχαν δημιουργήσει τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Ταμπακιάς «Οι Καλιόπορτες». Σκοπός του συλλόγου ήταν : «η πολιτιστική αναβάθμιση των κατοίκων της γειτονιάς με το τοπωνύμιο Ταμπακιά, ο εξωραϊσμός της γειτονιάς, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, η ανάδειξη της ιστορίας και της λαογραφίας της Ταμπακιάς κλπ». Επίσης να αναφέρουμε ότι χαρακτηρίστηκα και διαχρονικά κτίρια στην περιοχή της Ταμπακιάς είναι το καφενείο του Χαρίτογλου και ο αλευρόμυλος (πρώην Τσεκούρα).
Στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε, το ποιος ήταν ο Θεόδωρος Βρανάς, ο οποίος έζησε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα έως τις δύο πρώτες δεκαετίες του 13ου.
Εισαγωγικά να αναφέρουμε, ότι οι Βρανάδες ήταν μια μεγάλη και αριστοκρατική οικογένεια γαιοκτημόνων της Ρωμανίας/Βυζαντίου, κατά την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων (11ος – 13ος αι.). Καταγόταν από την Αδριανούπολη και συμμετείχαν ενεργά στον δημόσιο βίο της αυτοκρατορίας, ως πολιτικοί και στρατιωτικοί. Με βάση την επιρροή που άσκησαν στα τεκταινόμενα της αυτοκρατορίας θεωρούνται εφάμιλλοι με άλλες μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες, όπως των Καντακουζηνών, των Μελισσηνών και των Σγουρών.
Πατέρας του Θεοδώρου Βρανά ήταν ο στρατηγός Αλέξιος Βρανάς και μητέρα του η Άννα Βατάτζη, ανεψιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (γεγονός που κατατάσσει τον Θεόδωρο απόγονο της μεγάλης αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών καθώς και των Βατάτζηδων). Ο Αλέξιος Βρανάς εκτός από το στρατιωτικό του αξίωμα είχε και τον τίτλο του Σεβαστού, τον οποίο εκείνη την εποχή λάμβαναν όσοι είχαν συγγένεια (εξ αίματος ή εξ αγχιστείας) με τον αυτοκράτορα. Ο Αλέξιος ως στρατηγός του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού (1183-1185) πολέμησε : «εναντίον των Νορμανδών, των οποίων ένα τμήμα μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης έφθασε ως τη Μοσυνόπολη. Κατόπιν την ίδια χρονιά επί Ισαακίου Β’ Αγγέλου (1185-1195) ως στρατηγός κατάφερε να αναδιοργανώσει τα Βυζαντινά στρατεύματα, και με τις ενισχύσεις που του έστειλε ο αυτοκράτορας συγκρότησε ένα ισχυρό στρατό. Με αιφνιδιαστική επίθεση κατέλαβε τη Μοσυνόπολη και ανάγκασε τους Νορμανδούς να αποχωρήσουν. Μετά τη νίκη του αυτή έκανε την πρώτη του απόπειρα να ανεβεί στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης χωρίς όμως επιτυχία. Λίγο αργότερα το 1186 αντικατέστησε τον καίσαρα Ιωάννη Καντακουζηνό στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων επαναστατών Πέτρου και Ασάν. Λίγο αργότερα εκμεταλλευόμενος το αξίωμα του στρατηγού, που είχε, στον πόλεμο εναντίον του Πέτρου και Ασάν των Βουλγάρων επιχείρησε για δεύτερη φορά να καταλάβει την εξουσία, καθώς ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στην Αδριανούπολη (Απρίλιος 1187). Από κει προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη, την οποία και πολιόρκησε, αλλά τελικά το κίνημά του κατεστάλη από τον Κορράδο Μονφερατικό γαμβρό του Ισαακίου Β’ Αγγέλου, ενώ ο ίδιος σκοτώθηκε».
Ο κυριότερος ιστορικός της εποχής, ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει για το τέλος του Αλεξίου Βρανά ότι : «όταν τραυματίστηκε από τον Κορράδο, τρομοκρατήθηκε και παρεκάλεσε να του χαρίσουν τη ζωή. Ο Κορράδος απάντησε ότι δεν θα έπρεπε να φοβάται· τον διαβεβαίωσε ότι δεν θα του συνέβαινε τίποτα άσχημο παρά μόνο θα του κοβόταν το κεφάλι, όπως και έγινε».
Θα κλείσουμε τη συνοπτική αναφορά για τον πατέρα του Θεοδώρου Βρανά, Αλέξιο με ένα τραγικό γεγονός που βίωσε η μητέρα του, μετά τον αποκεφαλισμό του συζύγου της και μας το διασώζει ο Νικήτας Χωνιάτης μαζί με μία περιγραφή του χαρακτήρα της : «Έτσι τελείωσε εκείνος ο πόλεμος. Ο αυτοκράτορας (Ισαάκιος Β΄ Άγγελος) παρέθεσε συμπόσια, με τις πύλες του παλατιού που οδηγούσαν στην αυλή ανοικτές, όπως και όλα τα παράθυρα, για να μπορούν όλοι να τον δουν θριαμβευτή. Όταν έπεσε με τα μούτρα στο ψωμί και στα κρέατα, για να διασκεδάσουν, διέταξε να φέρουν το κεφάλι του (Αλεξίου) Βρανά. Το έφεραν και το πέταξαν στο πάτωμα· τα μάτια ήταν κλειστά και το κλοτσούσαν πέρα δώθε σαν μπάλα. Αργότερα το πήγαν στη γυναίκα του Βρανά, η οποία ήταν έγκλειστη στο παλάτι, και την ρώτησαν εάν ήξερε ποιου ήταν το κεφάλι αυτό. Αυτή έκλεισε τα μάτια της όταν αντίκρισε αυτό το οικτρό θέαμα και είπε : ¨Ξέρω και η καρδιά μου μάτωσε…!¨. Ήταν πολύ συνετή και την εκτιμούσαν ιδιαιτέρως για την ικανότητα της να συγκρατείται, ένα χαρακτηριστικό για το οποίο ο θείος από την πλευρά της μητέρας της, ο αυτοκράτορας Μανουήλ, την αποκαλούσε την πιο ευγενή από όλες τις γυναίκες και το άνθος της οικογενείας του».
Όσον αφορά τον Θεόδωρο Βρανά δεν γνωρίζουμε τα έτη γέννησης και θανάτου του, προφανώς γεννήθηκε κατά το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, και όπως προαναφέραμε ήταν γιός του Αλεξίου Βρανά και της Άννας Βατάτζη. Ερωμένη και μετέπειτα σύζυγος του Θεοδώρου ήταν η γαλλικής καταγωγής αυτοκράτειρα Άννα (η οποία πριν φθάσει στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόταν Αγνή και ήταν κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ΄). Η Άννα αρχικά παντρεύτηκε το νεαρό διάδοχο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, Αλέξιο Β΄, και μετά τη δολοφονία του παντρεύτηκε διά της βίας τον σφετεριστή του θρόνου Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό. Ο Θεόδωρος : «σύνηψε, μετά την εκθρόνισιν και τον θάνατον του Ανδρονίκου Κομνηνού το 1185, ερωτικάς σχέσεις μετά της χήρας αυτού βασιλίσσης Άννης, μεθ’ ης επί μακρόν έζησεν εν παλλακεία (δίχως δηλαδή να έλθουν εις γάμου κοινωνία) και είτα συνεζεύχθη αυτήν (μετά το 1204)».
Παρότι ο Θεόδωρος ήταν γιος ενός σφετεριστή του θρόνου (του Αλεξίου Βρανά), στον οποίο ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος και οι υποστηρικτές του φέρθηκαν (όπως είδαμε) με τον ειδεχθέστερο τρόπο, το γεγονός αυτό δεν του στέρησε την αριστοκρατική και στρατιωτική του ανέλιξη. Προφανώς σημαντικό ρόλο σ’ αυτό διαδραμάτισε η μητέρα του, η οποία όπως προαναφέραμε ήταν συγγενής του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού και θεωρούνταν, ως η πιο ευγενής απ’ όλες τις γυναίκες.
Στην ¨Χρονική Διήγηση¨ του Νικήτα Χωνιάτη αναφέρεται για πρώτη φορά το όνομα του Θεοδώρου Βρανά ως στρατιωτικού ηγέτη κατά το έτος 1189. Την εποχή εκείνη είχαν καταφτάσει στη Βυζαντινή επικράτεια οι Γερμανοί της Γ’ Σταυροφορίας υπό τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα. Ο πρωτοστράτορας Μανουήλ Καμύτζης βρισκόμενος με τον στρατό του στην περιοχή της Φιλιππούπολης, την οποία είχαν καταλάβει οι Γερμανοί, είχε λάβει εντολές από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελο να παρενοχλεί τον στρατό των Γερμανών σε κάθε ευκαιρία. Ο Καμύτζης αποφάσισε να στήσει ενέδρες σε λόφους γύρω από την Φιλιππούπολη και να επιτεθεί την αυγή σε όσους μετέφεραν εφόδια προς την πόλη. Το σχέδιο αυτό του Καμύτζη προδόθηκε και διέταξε τον στρατό του να οπισθοχωρήσει. Οι Γερμανοί με πέντε χιλιάδες σιδηρόφρακτους ιππότες προσπάθησαν να εντοπίσουν τον στρατό των Βυζαντινών : «Ενόσω λοιπόν κατέβαιναν τον λόφο, όπου είναι το κάστρο του Προυσηνού, και οι δικοί μας ανέβαιναν, ξαφνικά συνεπλάκησαν. Οι Αλανοί, με αρχηγό τον Θεόδωρο, τον γιό του Αλεξίου Βρανά, ήταν οι πρώτοι αλλά και οι μοναδικοί που πολέμησαν τους Γερμανούς, και όλοι τους σκοτώθηκαν σύντομα· οι Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) έφυγαν ντροπιασμένοι, αφού δεν άντεξαν να κοιτάξουν κατάματα τον εχθρό».
Έξι χρόνια αργότερα το 1195 ο Θεόδωρος Βρανάς ενεπλάκη στη συνομωσία που προετοίμασε ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος αδελφός του αυτοκράτορα Ισαακίου Β΄ Αγγέλου. Στον Ισαάκιο είχαν μεταφερθεί πληροφορίες που τον ενημέρωναν ότι ο αδελφός του σχεδιάζει την ανατροπή του, αυτός δεν έδωσε σημασία και ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων. Μετέβη στα Κύψελα, όπου στρατοπέδευσε και περίμενε στρατιωτικές ενισχύσεις. Κάποια στιγμή προσκάλεσε τον Αλέξιο να τον ακολουθήσει στο κυνήγι, αυτός αρνήθηκε να τον ακολουθήσει λέγοντάς του πως ήταν άρρωστος. Ο Χωνιάτης αναφέρει σχετικώς : «Όταν ο Αλέξιος παρατήρησε ότι ο αυτοκράτορας είχε προχωρήσει τρία στάδια μακριά από τη σκηνή του, αυτός και οι κοντινοί του φίλοι, οι οποίοι είχαν συνωμοτήσει μαζί του για να επιτύχουν τον σκοπό του, εισήλθαν στην αυτοκρατορική σκηνή. Αυτοί ήταν ο Θεόδωρος Βρανάς, ο Γεώργιος Παλαιολόγος, ο Ιωάννης Πετραλείφας, ο Κωνσταντίνος Ραούλ, ο Μανουήλ Καντακουζηνός και άλλοι διεστραμμένοι και μικρόνοες άνθρωποι, συγγενείς του αυτοκράτορος, ένα κοινό κοπάδι που σύχναζε στα τραπέζια του σεβαστοκράτορος (Αλεξίου) και που απολάμβαναν να δουν την ολοκληρωτική αλλαγή στην διακυβέρνηση. Μόλις ακούστηκε το νέο, όλος ο στρατός προσεχώρησε, και όσοι έβλεπαν με συμπάθεια τον Ισαάκιο, όπως οι υπηρέτες του, όπως και όσοι είχαν γίνει μέλη της συγκλήτου».
Βλέπουμε ότι ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρεται στους συνωμότες με πολύ απαξιωτικές εκφράσεις, γεγονός όμως είναι ότι ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και παρουσίασε μία κάκιστη διακυβέρνηση, η οποία έδωσε την ευκαιρία στους συνωμότες να τον εκθρονίσουν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ουδείς αντιστάθηκε στους συνωμότες. Ο Θεόδωρος Βρανάς επέλεξε να υποστηρίξει τον Αλέξιο Άγγελο προσδοκώντας στην αλλαγή της κυβερνητικής αστάθειας και αδυναμίας που αποσάθρωνε τα θεμέλια της αυτοκρατορίας, επίσης θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως με την επιλογή του να στηρίξει τον Αλέξιο Άγγελο, εκδικήθηκε τον Ισαάκιο για τον θάνατο του πατέρα του Αλεξίου Βρανά. Βέβαια όπως αποδείχθηκε αργότερα ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος δεν υπήρξε καλύτερος αυτοκράτορας από τον αδελφό του.
Το 1196 ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Τούρκους στην Μικρά Ασία, οι Τούρκοι πολιόρκησαν την πόλη Δάδιβρα (Θεοδωρούπολη) στην βόρεια Μικρά Ασία. Προς ενίσχυση της πόλης κατέφθασε : «ένα αυτοκρατορικό επικουρικό στράτευμα, διοικούμενο από τρεις νέους (τον Θεόδωρο Βρανά, τον Ανδρόνικο Κατακαλώνα και τον Θεόδωρο Καζάνη), έφθασε και στρατοπέδευσε στο όρος Βάβας. Όταν οι Τούρκοι το πληροφορήθηκαν, έστησαν μια ενέδρα. Λίγο πριν την αυγή, επιτέθηκαν κατά των Ρωμαίων και εκείνοι άρχισαν να υποχωρούν. Σκότωσαν κάποιους και άλλους συνέλαβαν ζωντανούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και δύο διοικητές». Δεν γνωρίζουμε αν ανάμεσα στους αιχμαλώτους διοικητές ήταν και ο Θεόδωρος Βρανάς, το πιο πιθανό είναι να ήταν ο ένας από τους τρεις που διασώθηκε, επίσης θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι για ακόμη μία φορά ο Νικήτας Χωνιάτης αναφερόμενος σε πρόσωπα με στρατιωτικά ή πολιτικά αξιώματα παραθέτει πρώτο το όνομα του Θεόδωρου Βρανά.
Τρία χρόνια αργότερα το 1199 συναντάμε το όνομα του Θεοδώρου Βρανά στη Χρονική Διήγηση του Νικήτα Χωνιάτη, ως διοικητή σε περιοχή της Ανατολικής Θράκης, όπου αναφέρονται οι πόλεις : Τυρολόη (Τζουρουλού), Ραιδεστός και Κουπέριον.
Τα επόμενα χρόνια οι έριδες των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αγγέλων, άνοιξαν διάπλατα τις θύρες για την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους της Δ΄ Σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204. Ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων αναφέρει για τις δολοφονίες, λεηλασίες, βιασμούς και αρπαγές των Φράγκων, τα εξής (για την οικονομία του κειμένου παραθέτουμε μία και μόνο χαρακτηριστική φράση) : «Τι όμως να πρωτοπώ και τι τελευταίο από αυτά που έπραξαν εκείνοι οι δολοφόνοι». Πολλοί άνθρωποι κατάφεραν να βγουν από την Βασιλεύουσα και να διασωθούν σε άλλα μέρη, όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωάννης Ι’ Καματηρός, ο οποίος διασώθηκε καταφθάνοντας στο Διδυμότειχο : «ασάνδαλος και φορώντας μόνο ένα χιτώνιο».
Μετά την άλωση του 1204 ο Θεόδωρος Βρανάς : «σύναψε φιλικές σχέσεις με τους Φράγκους και τα επόμενα χρόνια, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο σε μια συνδιαλλαγή μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων», όπως θα δούμε παρακάτω. Ενδεχομένως για την απόφασή του να τεθεί με το μέρος των Φράγκων κατακτητών, να επηρεάστηκε και από τη σύζυγό του Άννα/Αγνή, η οποία όπως προαναφέραμε ήταν κόρη του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ΄.
Είναι γεγονός πως ο ιππότης και ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος στην ιστορία που συνέγραψε για τα γεγονότα της Δ΄ Σταυροφορίας (στην οποία έλαβε και ο ίδιος μέρος), αναφερόμενος στο πρόσωπο του Θεοδώρου Βρανά, τις περισσότερες φορές τονίζει, ότι ήταν σύζυγος της αδερφής του αυτοκράτορα της Γαλλίας, π.χ. : «η πόλη της Άπρου παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Βαλδουίνο στον (Θεόδωρο) Βρανά, που ΄χε για γυναίκα την κόρη του βασιλιά της Γαλλίας και ήταν ένας Έλληνας που ήταν με το μέρος τους· και κανείς Έλληνας δεν ήταν με το μέρος τους, εκτός από κείνον εκεί». Αναφορικά με την παραχώρηση διοικητικών αρμοδιοτήτων σ’ έναν Έλληνα και συγκεκριμένα στον Θεόδωρο Βρανά, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι το γεγονός αυτό φανερώνει τη διάθεση των Φράγκων να προσεγγίσουν τους Έλληνες και να διασπάσουν την ελληνοβουλγαρική συμμαχία που είχε δημιουργηθεί.
Προτού αναφέρουμε τον ρόλο που διαδραμάτισε ο Θεόδωρος Βρανάς στα γεωστρατηγικά της εποχής μεταξύ Ελλήνων και Φράγκων, θα παραθέσουμε παρακάτω συνοπτικά το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Οι Φράγκοι μετά την Κωνσταντινούπολη κατέλαβαν και την υπόλοιπη Θράκη όπου, η σκληρότητα και η αλαζονεία τους : «προκάλεσαν την αντίδραση της ελληνικής αριστοκρατίας, κυρίως στις Ενετικές περιοχές όπως ήταν η Αδριανούπολη και στις περιοχές του Βαλδουίνου (Αυτοκράτορα των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη), όπως ήταν το Διδυμότειχο. Η αμυντική στάση του Βούλγαρου (τσάρου) Ιωαννίτση απέναντι στους Λατίνους (Φράγκους) πρόσφερε στις πόλεις της νοτιοανατολικής Θράκης μια νέα δυνατότητα. Οι άρχοντες των Θρακικών πόλεων διάλεξαν τη συνεργασία με τους Βουλγάρους και κατά το τέλος του Δεκεμβρίου του 1204, ή του Ιανουαρίου του 1205, η συμμαχία Ελλήνων αρχόντων με τον Ιωαννίτση κατά των Λατίνων ήταν τετελεσμένο γεγονός».
Έτσι στο Διδυμότειχο και στην Αδριανούπολη η τοπική αριστοκρατία εξεγείρεται και οι φρουρές των Φράγκων εξουδετερώνονται και διώκονται. Οι Φράγκοι αντιδρούν άμεσα, μεταφέρουν τα στρατεύματά τους από τη Μικρά Ασία, προκειμένου να αντεπιτεθούν στο Διδυμότειχο και στην Αδριανούπολη. Αρχικά προσπάθησαν να καταλάβουν την Αδριανούπολη, δίχως όμως να το καταφέρουν, και έτσι αποφάσισαν να επιτεθούν στο Διδυμότειχο : «στρατοπέδευσαν μπροστά στο Διδυμότειχο με όλες τις πολιορκητικές μηχανές που είχε ταχύτατα κατασκευάσει ο Conon von Bethune (Κόνων της Πετούνης). Στην κρίσιμη όμως αυτή στιγμή ο Ερυθροπόταμος ξεχείλισε από δυνατές βροχοπτώσεις, πλημμύρισε την πεδιάδα, κατέστρεψε τις πολιορκητικές μηχανές και αφάνισε πολλούς από τους πολιορκητές. Η καταστροφή αυτή, που ο Νικήτας Χωνιάτης και οι ίδιοι οι Λατίνοι είδαν σαν θεϊκό σημάδι, εξολόθρευσε πολλούς ανθρώπους και πολεμικό υλικό». Το γεγονός αυτό της θαυματουργικής σωτηρίας του κάστρου του Διδυμοτείχου εορτάζεται μέχρι και σήμερα κάθε Πεντηκοστή. Είναι το λεγόμενο «Καλέ Πανηγύρι», το οποίο χαρακτηρίζουν πλούσιες θρησκευτικές, λαογραφικές και πολιτιστικές παραδόσεις.
Η συμμαχία όμως μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων δεν κράτησε για πολύ, καθώς ο Βούλγαρος τσάρος Ιωαννίτσης στράφηκε κατά των δύο ισχυρών κάστρων της Θράκης : «το πόσο σημαντική θέση αποτελούσε τότε το Διδυμότειχο μαζί με την Αδριανούπολη για ολόκληρη τη Θράκη, φανερώνει σαφέστατα η αναφορά του Νικήτα Χωνιάτη, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο Ιωαννίτσης θεωρούσε την κατάληψη της Αδριανούπολης και την υποταγή του οχυρού του Διδυμοτείχου, ως τον σπουδαιότερο και σημαντικότερο σκοπό του, το ¨έπαθλο ολόκληρου του πολέμου¨».
Στις αρχές του 1206 οι Βούλγαροι επέδραμαν γενικώς στη Θράκη προκαλώντας πολλές καταστροφές, μία από τις πόλεις που κατέστρεψαν ήταν η Άπρος, την οποία διοικούσε ο Θεόδωρος Βρανάς : «μετά από αυτή την φοβερή μάχη, προήλασαν προς την Ραιδεστό και ανάγκασαν τον Θεόδωρο Βρανά, που ήταν αρχηγός των Λατίνων που εστάλησαν στην Ορεστιάδα (Αδριανούπολη), να αποχωρήσει με τον στρατό του προτού αυτοί φθάσουν».
Το επόμενο διάστημα ο Ιωαννίτσης αποφασισμένος να καταλάβει το Διδυμότειχο το πολιορκεί και παράλληλα προβαίνει σε εργασίες εκτροπής της κοίτης του Ερυθροποτάμου, με σκοπό να στερήσει από τους πολιορκημένους το νερό. Η πολιορκία αυτή έλαβε χώρα κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του 1206, το ίδιο διάστημα εστάλησαν πρέσβεις από το Διδυμότειχο και την Αδριανούπολη προς τον αυτοκράτορα των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη Ερρίκο, με ενδιάμεσο διαμεσολαβητή τον Θεόδωρο Βρανά. Ο Φράγκος αξιωματούχος και ιστορικός Γοδεφρείδος Βιλλαρδουίνος περιγράφει αναφορικά με την υπόψη πρεσβεία τα εξής : «οι Έλληνες πήρανε κρυφά αγγελιαφόρους και τους στείλανε στην Κωνσταντινούπολη, στον (Θεόδωρο Βρανά). Και παρακαλούσαν να ζητήσει έλεος από τον Ερρίκο, τον αδελφό του αυτοκράτορα Βαλδουίνου (ο οποίος τον Απρίλιο του 1205 ηττήθηκε από τους Βουλγάρους και αιχμαλωτίστηκε), και από τους Βενετούς, για να γίνει ειρήνη μ΄ αυτούς και να του παραδώσουν (του Βρανά) την Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο, και οι Έλληνες θα ερχόντουσαν με το μέρος του όλοι, κι έτσι θα μπορούσαν να είναι Έλληνες και Φράγκοι μαζί. Έγιναν συνομιλίες· κουβέντες ειπώθηκαν με πολλούς τρόπους· αλλά τελικά αποφασίστηκε να παραχωρηθούν στον Βρανά και στην αυτοκράτειρα, τη γυναίκα του, που ήταν κόρη του βασιλιά Φιλίππου της Γαλλίας, η Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο και οι περιοχές που ανήκαν στις δύο πόλεις· και κείνοι θα πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα και στην αυτοκρατορία. Και η συμφωνία έγινε κι επικυρώθηκε και έγινε ειρήνη ανάμεσα στους Έλληνες και στους Φράγκους». Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι : «οι Φράγκοι άκουσαν με ¨τεντωμένα τ΄ αυτιά¨ την κραυγή βοήθειας των Ελλήνων της Αδριανούπολης και του Διδυμοτείχου», αντιλαμβανόμενοι δηλαδή το συγκριτικό πλεονέκτημα που προέκυπτε γι΄ αυτούς .
Είναι γεγονός πως οι αριστοκράτες του Διδυμοτείχου και της Αδριανούπολης εμπιστευόταν τον Θεόδωρο Βρανά, κι έτσι : «η Αδριανούπολη και το Διδυμότειχο, που το 1198 ακόμα αποτελούσαν ένα κοινό θέμα, ενώθηκαν και πάλι και έγιναν τιμάριο του μοναδικού Έλληνα άρχοντα, υποτελούς στον Λατίνο αυτοκράτορα (του Θεοδώρου Βρανά). Το γεγονός αυτό αποτελούσε τεράστια παραχώρηση εκ μέρους των Λατίνων. Έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα το όνομα του απεσταλμένου της Αδριανούπολης, Μιχαήλ Κωστομίρη, που μίλησε εξ ονόματος των αρχόντων της πόλης. Αντίθετα δεν είναι γνωστό το όνομα του απεσταλμένου του Διδυμοτείχου και δεν διασώθηκε το σχετικό έγγραφο της ανακήρυξης του τιμαρίου από τον αυτοκράτορα».
Εντωμεταξύ ο Ιωαννίτσης : «πολιορκεί το κάστρο (του Διδυμοτείχου) με 16 μεγάλους καταπέλτες, με τους οποίους βαθμιαία γκρεμίζει τα τείχη (τα οποία δεν είχε προλάβει να συντηρήσει ο Βρανάς). Οι πολιορκούμενοι βρίσκονται σε οικτρή κατάσταση και προσπαθούν με λόγια να κολακέψουν τον Καλογιάννη (Ιωαννίτση) και μάλιστα, ¨ως βασιλιά τους τον επευφημούσαν, ανεβασμένοι στις επάλξεις¨. Ακόμη προτείνουν να του πληρώνουν φόρους και να πράξουν ότι αυτός διατάξει, με τον όρο να μη μπει ο ίδιος στην πόλη, κάτι που ο τσάρος απορρίπτει. Η αντίσταση των Ελλήνων είναι γενναιότατη και απελπισμένη, αφού ακόμη και με πλέγματα ξύλων και με δέρματα προσπαθούν να καλύψουν τα ρήγματα που δημιουργούν οι καταπέλτες. Όταν όμως, μετά από δίμηνη πολιορκία, ο Ιωαννίτσης μαθαίνει ότι πλησιάζουν οι Λατίνοι υπό τον Ερρίκο, και καθώς δεν έχει πλέον μαζί του τους Κουμάνους, που δεν αντέχουν τη θερινή ζέστη, αφήνει το κάστρο το οποίο πολιορκούσε, καίει τις πολιορκητικές του μηχανές και αποσύρεται βιαστικά με ολόκληρη την στρατιά του, μέσω της κοιλάδας του Άρδα, στις 24 Ιουνίου του 1206».
Η απόσυρση των Βουλγάρων ήταν πρόσκαιρη, στα τέλη Αυγούστου του ιδίου έτους, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός της στέψης του Ερρίκου ως αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, καθώς επίσης και την απουσία του Θεόδωρου Βρανά από το Διδυμότειχο (ο οποίος βρισκόταν με ισχυρές δυνάμεις στην Αδριανούπολη), επιτίθενται και πολιορκούν το κάστρο. Αυτή τη φορά : «ο Ιωαννίτσης κατόρθωσε να καταλάβει το φρούριο, και άφησε τη λύσσα του να ξεσπάσει. Γκρέμισε τελείως τα τείχη, σκότωσε τους ευγενείς που συνέλαβε με βία ή με δόλο και αιχμαλώτισε τον πληθυσμό, τον οποίο, φεύγοντας, πήρε μαζί του, καθώς και όλα του τα λάφυρα». Οι Φράγκοι με επικεφαλής τον Ερρίκο, προλαβαίνουν τους Βουλγάρους κατά την υποχώρησή τους και καταφέρνουν να διασώσουν αιχμαλώτους και λάφυρα. Πλέον τη διοίκηση της πόλης αναλαμβάνει ο Θεόδωρος Βρανάς, με άμεση προτεραιότητα αυτού και των Φράγκων (λόγω της σημαντικότητας του κάστρου του Διδυμοτείχου), την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων τειχών του.
Στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 13ου αιώνα πεθαίνει ο Θεόδωρος Βρανάς και η εξουσία του μεταβιβάζεται στην οικογένεια Bethune. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία του θανάτου του, ούτε και τον λόγο που τον προκάλεσε, καθώς : «Για τελευταία φορά αναφέρεται στις ιστορικές πηγές όταν οι άνθρωποί του πήραν μέρος στην εκστρατεία του Ερρίκου εναντίον του Βόριδα το 1208».
Κλείνοντας την εξιστόρηση των γεγονότων, που σχετίζονται άμεσα με τον Θεόδωρο Βρανά, να αναφέρουμε κάποια συμπληρωματικά στοιχεία που αφορούν την οικογένειά του και ειδικότερα τα τέκνα του, καθώς οι πληροφορίες γι’ αυτά είναι συγκεχυμένες. Ο Αντώνιος Μηλιαράκης στο περισπούδαστο πόνημά του ¨η Ιστορία του Βασιλείου της Νικαίας και του Δεσποτάτου της Ηπείρου¨ κάνει μνεία στον Ναργιώ δε Τουσί (Nariot de Toucy), ο οποίος ήταν άρχοντας της περιοχής Bazarnes στην βόρεια Γαλλία, αναφέροντάς τον ως : «σύζυγον της θυγατρός του Θεοδώρου Βρανά, γαμβρού του βασιλέως της Γαλλίας επί τη θυγατρί τούτου Αγνή, χήρα του Ανδρόνικου Κομνηνού». Ο Ναργιώ δε Τουσί αποτέλεσε μαζί με τον πεθερό του Θεόδωρο Βρανά, μέρος του συμβουλίου που κυβερνούσε την Κωνσταντινούπολη μέχρι την άφιξη του νέου αυτοκράτορα Ροβέρτου του Κουρτεναί το 1221, επίσης διετέλεσε αντιβασιλέας της λατινικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη από το 1228 έως το 1231. Τα επόμενα χρόνια ο εγγονός του Θεόδωρου Βρανά (γιος του Ναργιώ δε Τουσί) ο Φίλιππος διετέλεσε και αυτός αντιβασιλέας των Φράγκων στην Βασιλεύουσα το 1251.
Επίσης καταμαρτυρείται ακόμη μία κόρη του Θεοδώρου Βρανά, η οποία κατόπιν ενεργειών του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου παντρεύτηκε το 1259 τον ετεροθαλή αδελφό του Κωνσταντίνο Παλαιολόγο : «Δια των γάμων δε τούτων επεδίωξε (ο Μιχαήλ Η΄) την προσέγγισιν των ευγενών οίκων του Ανατολικού κράτους (αυτοκρατορίας της Νίκαιας) εις τον θρόνον του».
Λαμβανομένου υπόψη των ανωτέρω μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Θεόδωρος Βρανάς είχε τουλάχιστον δύο κόρες, οι οποίες έγιναν νύφες σε αυτοκρατορικούς οίκους, η μία των Φράγκων και η άλλη των Παλαιολόγων. Επίσης βλέπουμε, ότι το επίθετο Βρανάς και κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα διέθετε αριστοκρατική αίγλη και ενέπνεε σεβασμό και στους Φράγκους (λόγω της συζύγου του Άννας πριγκίπισσας της Γαλλίας), αλλά και στους Έλληνες, αν και ο Θεόδωρος Βρανάς τέθηκε με το μέρος των Φράγκων.
Με βάση τις λίγες πηγές που διαθέτουμε, αυτός ήταν ο βίος του Θεοδώρου Βρανά, μιας αμφιλεγόμενης και ισχυρής προσωπικότητας, που έδρασε λίγα χρόνια πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204. Σαφώς και σχετίζεται άμεσα με την ιστορική Καστροπολιτεία του Διδυμοτείχου, και για τον λόγο αυτό δόθηκε το όνομά του σε οδό της πόλης μας. Είναι γεγονός πως το Διδυμότειχο διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο κατά την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας, καθώς βεβαίως και σε όλη την διάρκεια της Υστεροβυζαντινής περιόδου, όπου πολλές και σημαντικές προσωπικότητες συνδέθηκαν μ’ αυτό.
Ας αναλογιστούμε ως Δήμος (τοπική αυτοδιοίκηση και πολίτες), αν πρέπει να ονοματοθετήσουμε και άλλες οδούς της πόλης μας με ονόματα προσωπικοτήτων της Ρωμανίας/Βυζαντίου, που έχουν άμεση σχέση με την ιστορία και τα μνημεία μας. Ο γράφων ως δημοτικός σύμβουλος (2019-2023) κατέθεσα πρόταση για την μετονομασία οδών πέριξ του κάστρου της πόλης μας, που θα μπορούσαν να λάβουν ανάλογα ονόματα, έτσι ώστε να δημιουργείται στους ντόπιους αλλά και στους επισκέπτες, που θα βαδίζουν στις συγκεκριμένες οδούς, συνειρμικά και υποσυνείδητα μια όμορφη εντύπωση και μία αίσθηση, ότι οι κάτοικοι αυτής της Καστροπολιτείας έχουν επίγνωση της ιστορικής της αξίας. Επίσης θα μπορούσαν να γίνουν πολλές εργασίες από μαθητές της πόλης μας, σχετικά με τα πρόσωπα που αναφέρονται στις οδούς, και με τον τρόπο αυτό να μαθαίνουν την τοπική μας ιστορία. Η υπόψη πρόταση δυστυχώς αναπαύεται σε κάποιο συρτάρι…
0 Σχόλια