Από την αποστασία του 1965 και την πτώση της Ένωσης Κέντρου από την εξουσία στην πολιτική σκηνή, στα ανάκτορα αλλά και τον στρατό είχε ανοίξει η συζήτηση για την ανάγκη ενός πραξικοπήματος σε περίπτωση που είχε παρουσιαστεί ο λεγόμενος ”κομμουνιστικός κίνδυνος” αν και ξαφνιασμένος ο Κωνσταντίνος τότε, παρά ταύτα όρκισε την χουντική κυβέρνηση Κόλλια και κράτησε στάση αναμονής από τις συμμαχικές δυνάμεις για τις μετέπειτα εξελίξεις. Η σχέση Κωνσταντίνου και πραξικοπηματιών δεν ήταν αρμονική...
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι συν αυτώ δεν ήθελαν να μοιραστούν την εξουσία με τον νεαρό βασιλιά, που σύμφωνα με την παράδοση της ελληνικής μοναρχίας «δεν βασίλευε απλώς, αλλά κυβερνούσε». Σ’ ένα ταξίδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες το φθινόπωρο του ’67, ο Πρόεδρος Τζόνσον φέρεται να του είπε ότι καλό θα ήταν η κυβέρνηση να αντικατασταθεί από μία άλλη. Ο Κωνσταντίνος το εξέλαβε ως ενθάρρυνση για την ανατροπή της Χούντας. Σε συνέντευξη του αργότερα ο Κωνσταντίνος δήλωσε ότι όντας ενεός από την κίνηση των Συνταγματαρχών θέλησε να κερδίσει χρόνο ορκίζοντας μια κυβέρνηση, με όσο γίνεται περισσότερους πολίτες να έρθει σε επαφή με τις ένοπλες δυνάμεις ια να μπορέσει να τους ανατρέψει. Μια δήλωση και θέση με την οποία συμφώνησε και ο φυλακισμένος τότε στο Πεντάγωνο υπηρεσιακός Πρωθυπουργός κ.Κανελλόπουλος που ήταν ο πρώτος στον οποίο ο Κωνσταντίνος γνωστοποίησε τις προθέσεις του. Έτσι στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 ο Κωνσταντίνος αλλάζει ρότα και από την Καβάλα μέσω ηχογραφημένου μηνύματος το οποίο μεταδίδεται από τον στρατιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας επιχειρεί να ανατρέψει τους Συνταγματάρχες καλώντας τις ένοπλες δυνάμεις και τον λαό να σταθούν στο πλευρό του. Ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι ο διεθνής παράγων και η εσωτερική πίεση θα ανάγκαζαν τη Χούντα σε παραίτηση, με αποτέλεσμα τη θριαμβευτική επιστροφή του στην Αθήνα.
Έτσι, το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου επιβιβάστηκε στο βασιλικό αεροπλάνο στο Τατόι, με προορισμό το αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα. Μαζί του είχε την βασίλισσα Άννα-Μαρία, τα δύο παιδιά του Αλεξία και Παύλο, τη βασιλομήτορα Φρειδερίκη, την αδελφή του Ειρήνη και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια, που ήταν δικός του άνθρωπος. Στην αρχή, τα πράγματα πήγαιναν κατ’ ευχή. Του επιφυλάχθηκε θερμή υποδοχή στο αεροδρόμιο από τον τοπικό διοικητή της μεραρχίας, που ήταν μυημένος στο κίνημα. Το Ναυτικό και η Αεροπορία, που δεν είχαν συμμετοχή στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, τάχθηκαν στο πλευρό του.Όμως, το σχέδιο του Κωνσταντίνου και των συνεργατών του ήταν απλοϊκό, αφελές και γραφειοκρατικό. Στηρίχθηκε μόνο στους στρατιωτικούς και δεν προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους πολιτικούς και το λαό.Για τους αξιωματικούς που ήταν πιστοί και θιασώτες της βασιλείας, δεν υπήρχε περιθώριο ελιγμών και τάχθηκαν από την πρώτη στιγμή στο πλευρό του κατόχου του θρόνου. Αυτούς κυρίως απογοήτευσε ο Κωνσταντίνος με την κακή σχεδίαση και την ακόμα χειρότερη εκτέλεση του ΄΄κινήματός του΄΄. Κύρια όμως τους απογοήτευσε, με τη μάλλον εσπευσμένη αλλά επιτυχή υποχώρηση και φυγή του στο εξωτερικό. Αλλά και αργότερα η συμπεριφορά των ανθρώπων του περιβάλλοντός του στο εξωτερικό δεν ήταν καλή, όταν επεδίωκαν να τον ενημερώνουν στελέχη, που δεν ήταν ενάντια της βασιλείας.
Για τους πιστούς στην ΄΄επανάσταση΄΄ και για όσους είχαν επιλέξει τη συμπόρευση, δεν υπήρξαν ταλαντεύσεις. Αντέδρασαν στους ΄΄κινηματίες΄΄ του βασιλιά, που ήταν ολόκληρο σχεδόν το υπόλοιπο ναυτικό. Αυτό το ναυτικό, υπακούοντας τη φυσική του ηγεσία -που τις πρώτες ώρες εκδήλωσε την συμπαράστασή της στον βασιλιά- ακολούθησαν αρχικά με ορμή, σταδιακά όμως μειούμενη, τις εντολές για κίνηση προς βορρά. Όπου υποτίθεται, πως στερέωνε ο Κωνσταντίνος την εξουσία του ενάντια της χούντας. Αφ’ ότου τα πράγματα άρχισαν να συγχέονται και να μην ξεκαθαρίζουν, ο ενθουσιασμός των πρώτων ωρών σιγάζει και τα πλοία πλέουν μεν προς βορά, αλλά κάποια τηρούν ενδιάμεσες πορείες για Σαλαμίνα. Ήταν εύκολο να υπονομευθεί εκ των έσω και μάλιστα από μεσαίους αξιωματικούς πιστούς στη Χούντα, οποίοι συνέλαβαν τους επικεφαλής τους και ανέλαβαν αυτοί τη διοίκηση των μονάδων. Κινήθηκαν, μάλιστα, προς την Καβάλα, με σκοπό τη σύλληψη του Βασιλιά. Η έλλειψη οργάνωσης και η διακοπή των επικοινωνιών εμπόδισαν το Ναυτικό και την Αεροπορία να συντονιστούν. Η Χούντα των Αθηνών, αφού ξεπέρασε αβρόχοις ποσί τον αρχικό αιφνιδιασμό, γρήγορα ανέλαβε τον έλεγχο της κατάστασης. Δεν την πείραξε και πολύ που ο εκλεκτός της πρωθυπουργός ήταν μεταξύ των συνωμοτών. Σε μία εμφανή αλλαγή διάθεσης, άρχισαν να λοιδορούν τον Κωνσταντίνο, ανακοινώνοντας από ραδιοφώνου ότι ο Μεγαλειότατος κρύβεται «από χωρίου εις χωρίον», μία ρήση που παρέμεινε έκτοτε στο ελληνικό λεξιλόγιο. Ο Κωνσταντίνος, αφού αντελήφθη ότι το σχέδιό του δεν είχε δυνατότητα επιτυχίας, επιβιβάστηκε στο βασιλικό αεροπλάνο με την οικογένειά του και τον Κόλλια. Από την Καβάλα κατευθύνθηκε στη Ρώμη, όπου έφθασε το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου 1967 και ζήτησε πολιτικό άσυλο.
Εν τω μεταξύ από τις 17 Δεκεμβρίου έχει διαταχθεί ο υποναύαρχος Θ. Μπακόπουλος, να διενεργήσει Ένορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ) για τα συμβάντα. Υποβάλλει το πόρισμα της ΕΔΕ στις 25 Ιανουαρίου. Ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (Α/ΓΕΝ) αντιναύαρχος Περβαινάς το υιοθετεί και το διαβιβάζει καθυστερημένα, σχεδόν αυτούσιο αλλά ένα ολόκληρο μήνα μετά στις 28 Φεβρουαρίου, στο γραφείο αρχηγού του γενικού επιτελείου στρατού με δική του υπογραφή ως ΄΄έκθεση συμβάντων΄΄.Έχει προηγηθεί πίεση και στα τρία όπλα από το γραφείο αυτό εξ ονόματος του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (Α/ΓΕΕΘΑ) «..όπως επισπεύσει την περάτωσιν της εκθέσεως διά το Βασιλικόν Ναυτικόν…» τονίζοντας, πως ο Α/ΓΕΕΘΑ «…απεφάσισεν να επισυναφθούν άπαντα τα εκδοθέντα σήματα και αι μαρτυρικαί καταθέσεις…».
Αυτός που πιέζει είναι αντισυνταγματάρχης από το γραφείο του Αρχηγού Γενικού Επιτελείου Στρατού (Α?ΓΕΣ), με υπογραφή ταγματάρχη και χρήση του αρχηγού ΓΕΕΘΑ ως φόβητρου. Η εντολή να υποβληθούν και τα σήματα και οι μαρτυρικές καταθέσεις, δείχνει την επιθυμία να μειώσουν τις ηγεσίες των άλλων δύο όπλων και να γίνει τούτο γνωστό. Διαφορετικά θα μπορούσε να σταλεί ένα σημείωμα εμπιστευτικό απ’ ευθείας στους δύο αρχηγούς. Το ότι δεν στάλθηκε από Α/ΓΕΕΘΑ, αλλά από το γραφείο Α/ΓΕΣ δείχνει ακριβώς τα κέντρα ισχύος. Στη θέση που βεβαιώνει το ΄΄ακριβές αντίγραφον ΄΄ που στάλθηκε στον Α/ΓΕΝ, υπογράφει ο Στοφόρος Γεώργιος ταγματάρχης πεζικού. Το έγγραφο είναι το πρωτότυπο που ελήφθη από τον Α/ΓΕΝ και φέρει σημείωση ΄΄ταχεία ενέργεια΄΄ και μονογραφή. Για τους κατέχοντες τη γραφειοκρατία και την επιμονή στους τύπους είναι αντιληπτή η επιθυμία για προσβολή των αποδεκτών αρχηγών.
Ο μηχανισμός εξουσίας δεν περιμένει τις ανακρίσεις, για να λάβει μέτρα εναντίον όσων πρωτοστάτησαν από τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Εν τούτοις η απάντηση του Περβαινά στέλνεται δεκαέξι ημέρες (28-2) μετά τη λήψη της εντολής (12-2-68) ενώ είχε στα χέρια του το πόρισμα από τις 25 Ιανουαρίου. Είναι ένδειξη πως καθυστερεί την απάντηση για να δείξει πως αδιαφορεί για την πίεση ή για να διαχειριστεί ο ίδιος το θέμα των διώξεων στο ναυτικό.
Η καλοσχεδιασμένη κίνηση του Κωνσταντίνου αποδείχτηκε ωφέλιμη τελικά στη χούντα, αφού βρήκε μια καλή ευκαιρία να ξεμπερδεύει με όσους διαπίστωσε, πως είχαν απομείνει εναντίον της από τις μέχρι τότε εκκαθαρίσεις. Από την πλευρά του στρατού ξηράς η μόνη ευρέως γνωστή περίπτωση μη ελέγξιμης ενέργειας, είναι η φυγή στο εξωτερικό του υποστρατήγου Απόστολου Ζαλαχώρη, ο οποίος ως διοικητής της 12ης Μεραρχίας στην περιοχή Έβρου, περνά τα σύνορα προς την Τουρκία και καταλήγει στην Ιταλία, όπου ζητά πολιτικό άσυλο. Ο Ζαλαχώρης δεν ήταν τυχαίος αξιωματικός. Στον εμφύλιο πόλεμο είχε προαχθεί επ’ ανδραγαθία. Ο στρατός πρέπει να υπέστη μεγαλύτερη απώλεια στελεχών σε αποστρατείες από τα δύο άλλα όπλα με το κίνημα του βασιλιά.Για το ναυτικό δεν καταγράφονται σε έγγραφα συλλήψεις. Αλλά από κείμενα υπευθύνων δηλώσεων (ίδια για όλους) που ανήκουν σε τρεις από τους αξιωματικούς του (υποναύαρχος Α. Ροζάκης, πλοίαρχος Σ. Κονοφάος και πλωτάρχης Σ. Ταπίνης), προκύπτουν τα εξής: Οι δύο πρώτοι υπογράφουν στις 22 Δεκεμβρίου και ο Ταπίνης φέρεται να την υπογράφει στις 31 Δεκεμβρίου. Σύμφωνα μ’ αυτήν υπόσχονται ότι θα περιορισθούν στο σπίτι τους, δεν θα προβούν σε καμία ενέργεια εναντίον της ΄΄εθνικής κυβερνήσεως΄΄,δε θα δεχτούν επισκέψεις φιλικών ή συγγενικών προσώπων, εκτός όσων συγκατοικούν, και δεν θα επικοινωνήσουν τηλεφωνικά με οποιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά (φιλικά και συγγενικά). Δεν τους κλείνουν σε φυλακή, ούτε στην ΕΣΑ, ούτε προχωρούν σε ποινική δίωξη. Είναι πολλοί οι εμπλεκόμενοι και οποιαδήποτε ποινική δίωξη, θα κατέληγε και σε μακρόχρονες διαδικασίες και σε διάλυση ουσιαστικά των ΕΔ. Τα άμεσα μέτρα που πήραν με τη δίωξη των πρωτοστατών, ήταν τα πιο ενδεδειγμένα, για τη διατήρηση του ελέγχου τους στο στράτευμα. Και έδιναν και πολλαπλό μήνυμα σε φίλους και αντιπάλους. Ο χειρισμός της χούντας στο ΄΄κίνημα΄΄ του βασιλιά, ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να γίνει προς το συμφέρον των Απριλιανών.
Ο ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδωσε πως «Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως. Συνετρίβη. Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της εθνικής επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου. Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την επικράτειαν. Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον.». Ενώ ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30΄ το βράδυ, της 13ης Δεκεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α´ όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα και ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Παπαδόπουλο να αναλάβει τα καθήκοντα πρωθυπουργού. Οι αξιωματικοί της χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των βασιλέων από τα κυβερνητικά κτίρια.Στη Ρώμη, ο βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση.
Στις 20 Δεκεμβρίου έκανε δήλωση, στην οποία έλεγε ότι θα επιστρέψω μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί. Οι Αμερικανοί τήρησαν ουδέτερη στάση αν και μάλλον επιθυμούσαν την επικράτησή του. Όμως δεν ήθελαν να παράσχουν καμιά βοήθεια αν ο ίδιος ο βασιλιάς δεν είχε τις προϋποθέσεις επιτυχίας της κίνησής του.
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου μετά την αποτυχία του Αντικινήματος παγιώθηκε περισσότερο και κυβέρνησε για τα επόμενα επτά χρόνια, κατάργησε επίσημα τη βασιλεία την 1η Ιουνίου 1973 και οδήγησε τη χώρα στη τραγωδία της Κύπρου το 1974. Η 13η Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί, στην ουσία, το τέλος της βασιλείας της ελληνικής βασιλικής δυναστείας στην Ελλάδα, η οποία βασίλευσε 104 χρόνια με μικρά διαλείμματα.
0 Σχόλια