Το Σαββατοκύριακο 26-27 Φεβρουαρίου 1983 ήταν η τελευταία φορά που μια απόπειρα πραξικοπήματος απασχόλησε χιλιάδες ανθρώπους, έγινε πρωτοσέλιδο στον ελληνικό Τύπο και προκάλεσε σφοδρές αντιπαραθέσεις στη Βουλή καθώς το μεσημέρι της Κυριακής 27ης Φεβρουαρίου 1983, οι κομματικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού ειδοποιήθηκαν από την κυβέρνηση να πάρουν μέτρα για το ενδεχόμενο στρατιωτικού κινήματος μέσα στις επόμενες ώρες.
Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος των επόμενων ημερών αναπαρήγαγε ημιεπίσημες διαρροές για πληροφορίες περί σχεδιαζόμενου φιλοβασιλικού πραξικοπήματος, για ύποπτες επαφές «σταγονιδίων» με «τοπικά ακροδεξιά στοιχεία» σε μονάδες της Β. Ελλάδας, ακόμη και για «“προνουντσιαμέντο” υψηλόβαθμων αξιωματικών σε μονάδες του Εβρου» (με ειδική αναφορά στο 31ο Σ.Π. της Ορεστιάδας).
Ως πηγή των πληροφοριών κατονομάζονταν η ΚΥΠ, η Ασφάλεια, το Α2 του ΓΕΣ, τα Α2 του Β' και Δ' Σ.Σ., ακόμη και η ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο. ..Αρκετά διαφορετική εικόνα προκύπτει από σημείωμα του Πέτρου Μολυβιάτη, γραμματέα του τότε προέδρου Κωνσταντίνου Καραμανλή (1/3/1983).Το απόγευμα της 26ης Φεβρουαρίου διαβάζουμε, ο υφυπουργός Αμυνας Αντώνης Δροσογιάννης ενημέρωσε τον Καραμανλή πως «υπήρχαν πληροφορίες ότι το βράδυ της επομένης θα γινόταν απόπειρα συλλήψεως του προέδρου και του πρωθυπουργού, καταλήψεως του Πενταγώνου κ.λπ.».
Πηγή των πληροφοριών δεν ήταν όμως ούτε η ΚΥΠ ούτε η πρεσβεία του Λονδίνου, αλλά ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα, που παρέδωσε στην κυβέρνηση και σχετικό ανυπόγραφο έγγραφο (Αρχείο Καραμανλή, τ. 12, σ. 272).
Το non paper του σταθμάρχη εντοπίστηκε στο ίδιο αρχείο (Φ. 64Β, φ. 366), είναι συνταγμένο στα αγγλικά και δημοσιεύεται για πρώτη φορά εδώ:
«ΑΠΟΡΡΗΤΟ
26 Φεβρουαρίου 1983
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: Πιθανή απόπειρα πραξικοπήματος
1. Λάβαμε την παρακάτω αναφορά από το εξωτερικό, αλλά δεν έχουμε τρόπο να προσδιορίσουμε τη φερεγγυότητά της.
2. Απόπειρα πραξικοπήματος θα λάβει χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας 28 Φεβρουαρίου. Αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων θα συγκεντρωθούν σε διάφορα σημεία τη νύχτα της Κυριακής 27 Φεβρουαρίου και θα προσπαθήσουν να ελέγξουν το αρχηγείο των ενόπλων δυνάμεων στο Πεντάγωνο κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας 28 Φεβρουαρίου. Τανκς από την Αυλώνα θα υποστηρίξουν αυτή την προσπάθεια. Η αστυνομία και στρατιωτικές μονάδες θα προσπαθήσουν να συλλάβουν τον Πρόεδρο, τον Πρωθυπουργό και άλλους. Ο τέως βασιλιάς είναι κατά κάποιον τρόπο αναμειγμένος.
3. Λυπούμαστε που δεν έχουμε περαιτέρω πληροφορίες».
Λίγες μέρες μετά (5/3), η Διεύθυνση Πληροφοριών της CIA συνέταξε πολυσέλιδη έκθεση για τις σχέσεις του Παπανδρέου με τον στρατό, η οποία έχει αποχαρακτηριστεί μόνο εν μέρει (Ιγνατίου-Ευρυβιάδης 2010, σ. 355-79· για την ημερομηνία: www.foia.cia.gov).
Μεταξύ άλλων, απόρρητες παραμένουν οι τρεις μεγάλες παράγραφοι που προηγούνται της τελικής εκτίμησης της υπηρεσίας για τις περιορισμένες πιθανότητες «επιτυχημένης στρατιωτικής επέμβασης» (σ. 378-9).
Δεν ήταν, φυσικά, η πρώτη φορά που οι αμερικανικές υπηρεσίες ασχολούνταν μ’ αυτό το ζήτημα, κατά την εύθραυστη μετάβαση από το «κράτος της Δεξιάς» στην «κυβέρνηση της Αλλαγής».
Οπως διαπιστώνουμε από τις εκθέσεις της τριετίας 1979-1981 που παραθέτουν στο βιβλίο τους οι Ευρυβιάδης και Ιγνατίου, επανειλημμένα είχε εξεταστεί η πιθανότητα επέμβασης του στρατού για να αποτραπούν τα ενδεχόμενα ανόδου του Παπανδρέου στην εξουσία (σ. 197-8), ριζοσπαστικοποίησης της κυβέρνησής του (σ. 241) ή ρήξης του με τον πρόεδρο Καραμανλή, κατεξοχήν εγγυητή των δυτικών συμφερόντων στη χώρα (σ. 305).
Παρά τις προσεκτικές διατυπώσεις, τα διαθέσιμα κείμενα είναι προφανές ότι αντανακλούν έναν ενδοϋπηρεσιακό προβληματισμό (σ. 304-9).
Εξίσου καθοριστικός υπήρξε και ο παιδευτικός χαρακτήρας τους, μέσω επιλεκτικών «διαρροών» προς τον ίδιο τον Αντρέα στις παραμονές των εκλογών του 1981 (σ. 311-5).
Η συγκυρία κατά την οποία επιδόθηκε η παραπάνω «προειδοποίηση» δεν φαίνεται, τέλος, καθόλου τυχαία. Μόλις είχε ολοκληρωθεί η επίσκεψη του Σοβιετικού πρωθυπουργού Νικολάι Τιχόνοφ στην Αθήνα (21-24/2), η πρώτη του είδους στην ελληνική Ιστορία.
Οι ελληνοαμερικανικές διαπραγματεύσεις για τις βάσεις βρίσκονταν επίσης σε κρίσιμη καμπή, με την κυβέρνηση Παπανδρέου ν’ απαιτεί σαν... ενοίκιο τη διασφάλιση ετήσιας στρατιωτικής βοήθειας 1 δισ. δολαρίων, αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους και προνομιακή μεταχείριση των ελληνικών εξαγωγών στις ΗΠΑ - όρους που η Ουάσιγκτον αρνούνταν επίμονα να ικανοποιήσει.
Αν κάτι διαφοροποιεί την «απόπειρα» του 1983 από εκείνες των προηγούμενων χρόνων, αυτό ήταν η κινητοποίηση των οργανωμένων δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ και της Αριστεράς.
Σύμφωνα με το σημείωμα Μολυβιάτη, μετά την ενημέρωσή του ο Καραμανλής σύστησε τηλεφωνικά στον Παπανδρέου «να μην αποδοθεί υπερβολική σημασία στις πληροφορίες (παρόμοιες των οποίων είχε πολύ συχνά και ο ίδιος ως πρωθυπουργός) και να μη ληφθούν εξαιρετικά ή εμφανή μέτρα. Το μόνο που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν μια διακριτική ενίσχυση της φρουρήσεως του προέδρου και του πρωθυπουργού, αφού αυτοί εφέροντο ως στόχοι».
Οι συμβουλές του όμως δεν εισακούστηκαν. Πιθανότατα επειδή, όπως εξηγούμε παραδίπλα, ο «εθνάρχης» είχε ήδη καταφύγει επανειλημμένα στο φόβητρο του στρατού για ν’ αποτρέψει ανεπιθύμητες μεταρρυθμίσεις.
Το Σάββατο (26/2) κηρύχθηκε επιφυλακή στα Σώματα Ασφαλείας και το επόμενο βράδυ επεκτάθηκε στις ένοπλες δυνάμεις.
Κάποια στρατόπεδα κυκλώθηκαν διακριτικά από τη χωροφυλακή, ο δε υφυπουργός Αμυνας Παυσανίας Ζακολίκος στάλθηκε νυχτιάτικα στη Θεσσαλονίκη για «επιθεώρηση» των στρατιωτικών μονάδων της Β. Ελλάδας.
Στο μεσοδιάστημα οι ηγεσίες των δυο ΚΚΕ ειδοποιήθηκαν να πάρουν τα μέτρα τους, ενώ ο μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ κινητοποιήθηκε για να ελέγξει κρίσιμες κρατικές υπηρεσίες, να προστατέψει τα κομματικά γραφεία και να εποπτεύει τις κατά τόπους στρατιωτικές μονάδες.
Στο Αριστοτέλειο, ο πρόεδρος της ΦΕΑΠΘ (και στέλεχος της ΠΑΣΠ) Αλεξανδρίδης ενημέρωσε τους συγκεντρωμένους πως «υπάρχει κίνηση κατώτερων αξιωματικών του στρατού» αλλά «η κατάσταση ελέγχεται».
Τα μεσάνυχτα της Κυριακής και το μεσημέρι της Δευτέρας, περίπου χίλια μέλη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς διαδήλωσαν μαχητικά στους δρόμους της συμπρωτεύουσας.
Η κυβέρνηση έσπευσε να διαψεύσει τις φήμες.
«Δεν υφίσταται κανένας λόγος ανησυχίας», δήλωσε αργά τη νύχτα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Μαρούδας· «δεν πρέπει να δίνονται οποιεσδήποτε προεκτάσεις και ερμηνείες» σ’ ένα «σύνηθες γεγονός», όπως η τρέχουσα «άσκηση περιορισμένης ετοιμότητας».
Ταυτόχρονα έγινε γνωστό ότι πρωθυπουργός δειπνούσε με τον Αμερικανό πρέσβη Μόντιγκλ Στερνς, που έμεινε στο Καστρί ώς αργά τη νύχτα.
Την επομένη, ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα δηλώσει επίσημα πως «οι ΗΠΑ είναι αντίθετες σε κάθε προσπάθεια ανατροπής της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ελλάδας», μολονότι «δεν είναι ακόμη σαφές τι ακριβώς συνέβη το Σαββατοκύριακο».
Εμφανώς ενοχλημένος, ο Καραμανλής πήγε το πρωί της Κυριακής για γκολφ, χαρακτηρίζοντας «βλακείες» τον όλο θόρυβο.
Ο εκνευρισμός του αποτυπώνεται και στο σημείωμα με τη δική του εκδοχή για την επόμενη συνάντησή του με τον πρωθυπουργό (1/3):
«Αφού συζητήσαμε ολίγον το φημολογηθέν πραξικόπημα και διαπιστώσαμε ότι οι σχετικές διαδόσεις ήταν αβάσιμες, του είπα ότι υπήρξε μεγάλο σφάλμα από μέρους του να αγνοήσει τις συστάσεις μου και να μεγαλοποιήσει το θέμα με αδικαιολόγητες κινητοποιήσεις. Το παρεδέχθη και μου έδωσε εξηγήσεις για την υπερβολική νευρικότητα της Κυβερνήσεως» (όπ.π., σ. 273).
Ακόμη επιθετικότερη ήταν η Ν.Δ. Ο κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και 20 βουλευτές κατέθεσαν επερώτηση, υποστηρίζοντας πως «η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατέλυσε το έννομο κράτος, που στηρίζεται στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, και το υποκατέστησε από το κράτος του κόμματος»:
«Η περιορισμένη επιφυλακή που διατάχτηκε στα Σώματα Ασφαλείας και στις Ενοπλες Δυνάμεις ήταν κατά τη φρασεολογία κυβερνητικών εφημερίδων “επιφυλακή πυρήνων”. Αυτό σημαίνει επιφυλακή που έγινε με προσωπικά κριτήρια των πράγματι ή υποτιθέμενων ημετέρων. Και ταυτόχρονα τα κόμματα της Ακρας Αριστεράς και προπαντός το ΠΑΣΟΚ, με εντολή ή τουλάχιστον ανοχή του προέδρου της κυβερνήσεως, κατέλαβαν με οργανωμένους πυρήνες τα νευραλγικά κέντρα του κράτους και σε μερικές περιπτώσεις ήλεγξαν ακόμη και τις εξόδους στρατιωτικών μονάδων»· ενέργεια που «αποτελεί άρνηση της Δημοκρατίας και απροκάλυπτη και ωμή εφαρμογή ολοκληρωτικών μεθόδων», γεννά δε την «εύλογη υπόνοια» «ότι μπορεί να ήταν» και «δοκιμή επιβολής Δικτατορίας από το Κυβερνών Κόμμα» (Πρακτικά Βουλής, 4/3/1983, σ.4625).
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η αγόρευση του Μητσοτάκη (4/3):
«Εδόθη η εντύπωση ότι η προστασία της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που τυχόν θα κινδύνευε, επαφίεται σε οργανωμένες κομματικές ομάδες, πράγμα που σημαίνει ότι το κράτος δεν είναι σε θέση να την προστατέψει. [...] Την Κυριακή το βράδυ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι βέβαιο ότι το Κράτος δεν υπήρξε», γεγονός που προκαλεί την «ανησυχία των πολιτών εκείνων, οι οποίοι συνέβη να μην ανήκουν στα κόμματα εκείνα που εκινητοποιήθησαν και τα οποία, επιτέλους, ήσαν δυναμικά παρόντα εκείνη την ώρα. Οι πολίτες αυτοί είχαν το αίσθημα ότι το Κράτος δεν υπήρχε για να τους προστατέψει τυχόν, εάν παρίστατο ανάγκη. [...] Στη δική μας εκτίμηση τα γεγονότα του περασμένου Σαββατοκύριακου ήταν τα σημαντικότερα τα οποία συνέβησαν μετά τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981» (σ. 4625-6).
Όταν ο υπουργός Προεδρίας Μένιος Κουτσόγιωργας τόλμησε να θυμίσει ότι, σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος, η προστασία της Δημοκρατίας «επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, δικαιωμένων και υποχρεουμένων εις την διά παντός μέσου υπεράσπισή» της απέναντι σε κάθε επίδοξο πραξικοπηματία, ακολούθησε πανδαιμόνιο: ο Ιωάννης Κεφαλογιάννης χαρακτήρισε την επίκληση αυτή «απειλή κατά της Δημοκρατίας», ο δε Μητσοτάκης αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα αν «εναντίον της θελήσεώς του θα ασκήσει το δικαίωμα ο Λαός;» (σ. 4628).
Άγρια βασανισμένος ο ίδιος από τη χούντα, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ θα τους αποστομώσει ωστόσο με την υπενθύμιση ότι «το 1967 από το κράτος προήλθε το πραξικόπημα, η δικτατορία, που βρήκε την τότε ΕΡΕ και σήμερα Ν.Δ. στον ύπνο. Και δεν είναι δυνατό να δεχθούμε τις συνταγές της Ν.Δ. για το θέμα της αντιμετώπισης των οποιωνδήποτε κινδύνων» (σ. 4630).
Η πιο εύστοχη ερμηνεία των αντιδράσεων της Ν.Δ. διατυπώθηκε ίσως από τον Πέτρο Ευθυμίου, συνεργάτη τότε του Κώστα Λαλιώτη στο υφυπουργείο Νέας Γενιάς:
«Η Δεξιά», έγραφε στο «Αντί» (4/3/1983), «νοιώθει να χάνει την πρωταρχική σύμβαση, η οποία της επέτρεψε μέχρι σήμερα να είναι σχετικά “ψύχραιμη” προς το ΠΑΣΟΚ, την πεποίθησή της δηλαδή ότι σε “τελευταία ανάλυση” έχει πάντα ως εφεδρεία τις δυναμικές “λύσεις”. Δεν αγωνιά για την τύχη της Δημοκρατίας από το ολοκληρωτικό ΠΑΣΟΚ, αλλά από τη δικιά της αδυναμία να ελπίζει στο δικό της ολοκληρωτισμό».
Ακολούθησαν δραστικές μεταβολές στην ηγεσία του στρατεύματος, με άμεση αντικατάσταση τριών από τους τέσσερις σωματάρχες, 29 στρατηγών, 52 ταξιάρχων και 100 συνταγματαρχών.
0 Σχόλια