Αν οι εξεταστικές επιτροπές άλλαζαν κάτι, θα ήταν παράνομες», μετά τα όσα ακούσαμε στην προ ημερησίας διατάξεως κοινοβουλευτική συζήτηση της Παρασκευής, ίσως αξίζει να παραφράσουμε τον διάσημο αφορισμό περί εκλογών (είτε τον διατύπωσε είτε όχι η αναρχική Έμμα Γκόλντμαν στις αρχές του 20ου αιώνα). Όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πολιτικοί αρχηγοί χρησιμοποίησαν έναν ακραία πολωτικό λόγο, συσπειρωτικό ταυτόχρονα ως προς το κοινό τους, ούτως ή άλλως είμαστε στην τελική ευθεία πριν τις εκλογές.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε τον παραπολυθυμωμένο για όσα του καταλογίζουν, ο Αλέξης Τσίπρας πολύ θεατρικά μέχρι και που προσφέρθηκε να διακόψει και να παραδώσει τον λόγο στον πρωθυπουργό για να πάρει απαντήσεις, ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν ήταν ακριβώς «τυφώνας Κατρίνης», ο Γιάνης Βαρουφάκης φυσικά και είπε περισσότερες από μια φορές «χρεοδουλοπαροικία», ο Κυριάκος Βελόπουλος μας θύμισε χωρίς να του το ζητήσει κανείς ότι είναι «του πεζοδρομίου», υπήρχαν στιγμές που ήμασταν σίγουροι ότι ο Δημήτρης Κουτσούμπας θα εκστόμιζε «μα, πού τα βρήκατε αυτά τα φυντάνια;». (Δεν το έκανε.) Ειρωνεία, τραγική ή όχι: το μήλοντης έριδος, Νίκος Ανδρουλάκης, απουσίαζε αφού δεν είναι εκλεγμένος βουλευτής.
Όμως αυτή τη φορά υπήρχε κι ένα χειροπιαστό επίδικο. Η υπόθεση των υποκλοπών είναι ένα σκάνδαλο που αναζητά εξηγήσεις. Κι ο πρωθυπουργός δεν τις έδωσε, αναπαράγοντας διαρκώς ένα κυκλικό επιχείρημα περί «εθνικής ασφάλειας» που ειδικά στη δευτερολογία θύμισε αντιπρόεδρο Εδεσσαϊκού και δεν έβγαζε κανένα νόημα. Ακούσαμε αρκετά fake news (π.χ. οι επισυνδέσεις - τι λέξη κι αυτή ε; - που ΔΕΝ έγιναν για να εξαρθρωθεί η Χρυσή Αυγή), είδαμε τον ΠΘ να τρωέι πολλές «πόρτες» (από τον too-hot-τώρα-που-μιλάμε-στον-ΣΥΡΙΖΑ, Ευάγγελο Βενιζέλο που τον διέψευδε συνταγματικά σχεδόν real time μέχρι τους Βαρουφάκη, Βαλαβάνη, Πανούση που αρνήθηκαν ότι παρακολουθούνταν επί ΣΥΡΙΖΑ), σημειώσαμε κι 1-2 απαράδεκτα unfair που ίσως λίγες ώρες μετά ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ευχόταν να μην είχε πει. Μιλάμε για την υιοθέτηση του λόγου των πιο σκληρών ακροδεξιών τρολ που αμφισβητούν το θάνατο του 5χρονου κοριτσιού στον Έβρο (τον όποιο έχει επιβεβαιώσει ο υπουργός Μηταράκης) κι εκείνο που του έφυγε εν τη ρύμη του λόγου (ή τρικυμία εν κρανίω;) ότι «κανείς Πρωθυπουργός δεν έχει δικαίωμα να γνωρίζει ποιον παρακολουθεί η ΕΥΠ». Κάτι που. απλά δε συνάδει με ένα κράτος που έχει πατημένο το on στο κουμπί «Δημοκρατία».
Μας έχει ταλαιπωρήσει πάρα πολύ σε αυτή τη χώρα το κενό ιδεολόγημα του «ηθικού πλεονεκτήματος», ειδικά την τελευταία τριετία που η παρούσα κυβέρνηση προσπαθεί να το αποδομήσει ως δήθεν κεκτημένο της Αριστεράς. Μάλλον θα ήταν πιο χρήσιμο να το συζητήσουμε ανάποδα. Να συζητήσουμε, δηλαδή, το «ηθικό μειονέκτημα». Και ποτέ άλλοτε η κυβέρνηση, ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, τα media της «λίστας Πέτσα» και μερικές εκατοντάδες επώνυμοι δημοσιολογούντες κι ανώνυμα τρολ (που προσπαθούν να θέσουν ατζέντα), δεν έδειξαν τέτοιο συντονισμένο σύνδρομο πολιτικής κατωτερότητας όσο αυτό το καλοκαίρι.
Για τις παρακολουθήσεις φταίνε αυτοί που παρακολουθούνται. Κάτι θα έκαναν, δεν μπορεί // Για τη μη ενημέρωσή του φταίει ο ίδιος ο Ανδρουλάκης. Όχι, ο νόμος που άλλαξε η κυβέρνηση τον Μάρτιο του 2021 (με την ψήφο του ΚΙΝΑΛ) και κατάργησε τη γνωστοποίηση της άρσης απορρήτου. Και, σε τελική ανάλυση, η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να ενημερώσει τον Ανδρουλάκη ιδιωτικά, εκείνος γιατί δεν πάει; // Για το αίτημα ανάληψης της πολιτικής ευθύνης και παραίτησης του πρωθυπουργού (μετά και την σπουδή του να θέσει την ΕΥΠ υπό τον έλεγχο του), φταίνε οι συνταγματολόγοι όπως ο κύριος Αλιβιζάτος που «πολιτικολογούν» τολμώντας να το υποστηρίξουν // Για την ίδια την πολιτική ευθύνη, το θέμα καλύφθηκε με τις παραιτήσεις Δημητριάδη και Κοντολέοντα (άσχετα αν στην αρχή αποδώθηκαν, γενικώς κι αορίστως στο «κλίμα τοξικότητας») // Για τα δημοσιεύματα των κορυφαίων δημοσιογραφικών οργανισμών που μέμφονται την κυβέρνηση Μητσοτάκη (διπλα στους «ερυθρούς» New York Times και το «κόκκινο» Politico προστέθηκαν το «ρουμπινί» Reuters, το «βυσσινί» Bloomberg κ.ά.), φταίει μια παγκόσμια συνωμοσία που εξυφαίνεται εναντίον της κυβέρνησης // Συμπερασματικά, για όλα φταίνε φυσικά οι δημοσιογράφοι που θέλουν να κάνουν τη δουλειά τους. Είτε παρακολουθούνται όπως ο Μαλιχούδης κι ο Κουκάκης, είτε είναι βαλτοί όπως η Σταμούλη και ο Κλαπ (...για τους φίλους «Αλέξανδρος Κλάππας»).
Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, κι ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, πνίγονται στο ίδιο το «δηλητήριό» τους. Έφτιαξαν ένα τόσο προστατευμένο περιβάλλον καταργώντας κάθε συνθήκη λογοδοσίας (από το ελεγχόμενα media μέχρι την κατάργηση της Εισαγγελίας Διαφθοράς) και τώρα αντιδρούν σπασμωδικά και με πανικό στην κρίση των υποκλοπών. Διασπείροντας ακόμα και διεθνή fake news, σαν κι αυτά που προκάλεσαν την αντίδραση των πρεσβειών Ουκρανίας κι Αρμενίας ότι δήθεν οι χώρες τους ζήτησαν την παρακολούθηση Ανδρουλάκη.
Το αν είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «πολιτικά τελειωμένος», όπως εκτιμούν οι σχολιαστές και οι αντίπαλοι της απέναντι πλευράς, αυτήν την στιγμή μοιάζει περισσότερο με ευχή τους παρά με συμπέρασμα. Τουλάχιστον όσο σιωπούν οι βαρόνοι της ΝΔ κι ακούγεται δυνατό το χειροκρότημα των 157 βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας μέσα στη βουλή. Απίθανο βέβαια μοιάζει πια και το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης ΝΔ με ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ όποτε κι αν γίνουν οι εκλογές. Πιεσμένος λοιπόν όσο ποτέ άλλοτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πιαστεί από εκεί που καταφεύγουν όσοι χάνουν την αξιοπιστία τους: την επίκληση των «εθνικών συμφερόντων». Ο λόγος του στη Βουλή ήταν γεμάτος είτε με αναφορές είτε με υπονοούμενα σε «εισβολείς», «ξένα κέντρα», «εθνικό κίνδυνο», «εσωτερικό εχθρό».
Είναι και κάτι άλλο όμως. Το σκάνδαλο των υποκλοπών, που γίνεται ακόμα πιο κραυγαλέο όταν μπαίνει και το λογισμικό Predator στο κάδρο (η κυβέρνηση άραγε το αγνοούσε, το ενοικίαζε ή έκανε τα στραβά τα ματιά στη λειτουργία του;), φανερώνει ένα κράτος-παράγκα όπου η διαφθορά δεν είναι σύμπτωμα αλλά εργαλείο. Ένας μοχλός αυταρχισμού κρυμμένος κάτω από οξύμωρους ευφημισμούς όπως «το απόρρητο πόρισμα της εθνικής αρχής διαφάνειας» και πρωθυπουργικές κορώνες ότι «στο όνομα της διαφάνειας δεν θα γίνουν φέιγ βολάν τα στοιχεία μιας μυστικής υπηρεσίας». Όποια κι αν είναι η επόμενη μέρα αυτής της πολύ σοβαρής υπόθεσης, με τα όσα παρακρατικά αποκαλύπτονται φαίνεται ότι το καθεστωτικό manual είναι έτοιμο. Το βάζο με το μέλι είναι εκεί. Χρειαζεται να ξαναβρούμε τους μηχανισμούς ελέγχου που δε θα επιτρέψουν στο δαχτυλο να ξαναμπεί τόσο βαθιά στο βάζο. Κι όταν λέμε βαθιά, εννοούμε «15.000 νόμιμες επισυνδέσεις τον χρόνο» βαθιά.
Αυτό λοιπόν που έχει την περισσότερη σημασία δεν είναι ποιος θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός ή αν θα είναι αριστερή ή δεξιά η επόμενη κυβέρνηση. Να σταματήσει η χώρα να είναι ορμπανική Κολομβία, έχει σημασία. Και sorry στην Κολομβία, δηλαδή…
0 Σχόλια