Τι συμβαίνει μετά τις καταγγελίες του Νίκου Ανδρουλάκη στις σχέσεις του με την Ν.Δ και τον ΣΥΡΙΖΑ και τι ανέδειξαν στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ.
H απόπειρα παρακολούθησης των επικοινωνιών του προέδρου του 3ου σε δύναμη κόμματος στην Βουλή δεν είναι φυσικά μια απλή υπόθεση. Δικαίως κυριαρχεί στον πολιτικό διάλογο αναδεικνύοντας και άλλες πτυχές του θέματος όπως η χρήση του λογισμικού Predator και εγείροντας έντονο προβληματισμό για την ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Το επόμενο διάστημα αναμένεται με ενδιαφέρον τόσο η δικαστική έρευνα που δρομολογήθηκε από την μηνυτήρια αναφορά που έχει καταθέσει ο Νίκος Ανδρουλάκης, όσο και η δημοσιογραφική διερεύνηση της υπόθεσης. Όμως ένα τέτοιου μεγέθους θέμα είναι αναμενόμενο να έχει και μια πιο μακροπρόθεσμη πολιτική λειτουργία. Ιδίως από την στιγμή που διανύουμε ήδη μια άτυπη προεκλογική περίοδο με αμφίβολη κατάληξη ως προς το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογικών αναμετρήσεων.
Οι καταγγελίες του προέδρου του ΠΑΣΟΚ άλλωστε φαίνεται ήδη να έχει επιπτώσεις στις σχέσεις των πολιτικών κομμάτων και μένει να αποδειχθεί αν έχει τόσο μεγάλη δυναμική ώστε να αλλάξει τις ισορροπίες. Τόσο στο πολιτικό σκηνικό ευρύτερα, όσο και στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ.
Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ Ν.Δ
Ας ξεκινήσουμε από το προφανές: Η υπόθεση των παρακολουθήσεων δεν μπορεί παρά να επιδράσει επιβαρυντικά στην σχέση του ΠΑΣΟΚ με το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Μία σχέση που ούτως η άλλως ήταν αντιφατική.
Από την μια πλευρά η κυβέρνηση αναζητά συνεχώς την συναίνεση του τρίτου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος στα νομοσχέδια που προωθεί και στις πολιτικές κινήσεις του. Ενώ δεν αποκλείει και τα σενάρια πολιτικών συνεργασιών στο μετεκλογικό σκηνικό. Από την άλλη ο πρωθυπουργός συχνά –πυκνά εγκαλεί την Χαριλάου Τρικούπη και προσωπικά τον Νίκο Ανδρουλάκη για «μικρο-μεγαλισμό» ιδίως μάλιστα για την θέση που διατύπωσε δημόσια η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ σχετικά με το ότι δεν θα συμβάλει ώστε να εκλεγεί πρωθυπουργός είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είτε ο Αλέξης Τσίπρας.
Θυμίζουμε χαρακτηριστικά την δήλωση του πρωθυπουργού σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ όπου επισήμανε ότι «πρωθυπουργό διαλέγει ο λαός, δεν διαλέγει ο κ. Ανδρουλάκης». Σημειώνοντας μάλιστα πως «ο κ. Ανδρουλάκης είναι ένας νέος πολιτικός αρχηγός και αν μπορώ να δώσω μία συμβουλή θα ήταν ότι θα ήταν καλό να αποφεύγει χαρακτηρισμούς και φράσεις που κινδυνεύουν να τον κάνουν να φαίνεται ως αλαζόνας». Αυτή η δήλωση από την άλλη δείχνει ότι η Ν.Δ θα επιθυμούσε ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο θα ήταν λιγότερο …απαιτητικό σε ζητήματα μελλοντικών κυβερνητικών συνεργασιών.
Η υπόθεση των παρακολουθήσεων σαφώς αλλάζει τις συνθήκες στην προοπτική της σχέσης των δύο αυτών πολιτικών σχηματισμών. Κυρίως γιατί είναι εμφανές ότι στην Χαριλάου Τρικούπη πιστεύουν πως πρόκειται για μία ιστορία που αφορά το εσωτερικό της χώρας, και όχι κάποιους «αόρατους μηχανισμούς» που υφίστανται γενικώς και αορίστως στην Ευρώπη και τον πλανήτη. Γεγονός που τεκμηριώνεται από το ότι ζητούν απαντήσεις από την κυβέρνηση και τον Κυριάκο Μητσοτάκη προσωπικά. Επίσης καταλογίζουν στην κυβέρνηση πρόθεση να υποβαθμίσει το όλο θέμα. Με βάση τα παραπάνω είναι φανερό ότι οι καταγγελίες του Νίκου Ανδρουλάκη μεγαλώνουν το χάσμα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία. Για ένα ζήτημα μάλιστα που αφορά τον ίδιο τον επικεφαλής της Χαριλάου Τρικούπη.
ΣΕ ΑΝΤΙΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο αφορά το ότι οι καταγγελίες του Νίκου Ανδρουλάκη, «τοποθέτησαν» -αντικειμενικά- το ΠΑΣΟΚ σε ένα κοινό μέτωπο με τα κόμματα της αριστεράς. Κάτι που φάνηκε και στην συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή.
Άμεσα ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και το ΚΚΕ με το Μέρα 25 έσπευσαν να αναδείξουν το θέμα των παρακολουθήσεων. Η αξιωματική αντιπολίτευση -ειδικά- συμφώνησε με το ΠΑΣΟΚ τόσο στην εκκίνηση κοινοβουλευτικών διαδικασιών ελέγχου όσο και στην πρόταση για άμεσες αλλαγές στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τα θέματα που αφορούν το απόρρητο των επικοινωνιών. Ζήτημα για το οποίο αντιμετώπισαν την άρνηση της κυβέρνησης. Αξίζει να επισημανθεί πως όλα αυτά έγιναν με αφορμή ένα ζήτημα που άπτεται των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Δηλαδή το πεδίο στο οποίο υπάρχουν ιστορικού χαρακτήρα συγκλίσεις ανάμεσα στα κόμματα του κέντρου και τις αριστεράς τις προηγούμενες δεκαετίες.
Το αν η εξέλιξη αυτή θα διαμορφώσει μία πιο μόνιμη σχέση, κυρίως ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, μένει να αποδειχθεί το επόμενο διάστημα. Πάντως η συγκεκριμένη εξέλιξη είναι πιθανόν να παίξει καθοριστικό ρόλο, αν συνυπολογίσει κανείς ότι οι μνήμες της «Δεξιάς του Μητσοτάκη» είναι έντονες στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ όπως και ευρύτερα στους ψηφοφόρους του λεγόμενου «προοδευτικού χώρου».
«ΤΟΝΙΣΤΗΚΑΝ» ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι ο τρόπος που φαίνεται να επέδρασε το γεγονός της απόπειρας παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Η ανάδειξη αυτής της υπόθεσης, φαίνεται πως «φώτισε» και «τόνισε» ήδη προϋπάρχουσες εναλλακτικές προσεγγίσεις της πολιτικής συγκυρίας, που υφίστανται στο εσωτερικό του κόμματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, Εύα Καϊλή δεν φάνηκε να συντάσσεται με την επίσημη θέση της Χαριλάου Τρικούπη, που αναζητά απαντήσεις και πολιτικές ευθύνες από την κυβέρνηση. Αντίθετα σε συνέντευξή της στο MEGA την προηγούμενη Τετάρτη παρουσίασε το ζήτημα των παρακολουθήσεων ως ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο που απαντάται σε πολλές χώρες, ακόμη και σε αυτές του ευρωπαϊκού πυρήνα. Έκανε λόγο μάλιστα για «ασύμμετρη απειλή που πρέπει ευρωπαϊκά να την απαντήσουμε». Μία αντίληψη που συμπίπτει με ανάλογους ισχυρισμούς της Ν.Δ όταν αναφέρεται στις καταγγελίες του Νίκου Ανδρουλάκη.
Η ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ όταν ρωτήθηκε σχετικά με την φημολογία περί κυβερνητικών παρακολουθήσεων ιδίως μάλιστα την περίοδο που ο Νίκος Ανδρουλάκης ήταν σε πορεία να θέσει υποψηφιότητα για πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ ανέφερε: «Θέλω να πιστεύω ότι δεν έχουμε φτάσει σε αυτό το επίπεδο» ενώ για το λογισμικό Predator σημείωσε πως «η Ελληνική κυβέρνηση έχει απαντήσει ότι δεν το έχει αγοράσει. Δυστυχώς είναι διαθέσιμο και σε ιδιώτες».
Η δημόσια τοποθέτησή της Ε.Καϊλή δεν είναι κρυφό πως «χτύπησε άσχημα» στην Χαριλάου Τρικούπη και αρκετοί θυμήθηκαν παλιότερες δηλώσεις στις οποίες είχε χαρακτηρίσει «συμπαθή» τον Κυριάκο Μητσοτάκη όπως και την αναφορά της πως «στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται ως social liberal». Σε κάθε περίπτωση πάντως μια τέτοια τοποθέτηση έχει σαφώς το στοιχείο της τήρησης αποστάσεων με την ηγεσία, ιδίως από την στιγμή που ο Νίκος Ανδρουλάκης ξεκαθάρισε πως το θέμα αυτό είναι κομβικό για την αντιπολιτευτική τακτική του ΠΑΣΟΚ.
Διακριτικός, αν και «εντός γραμμής», ήταν στην δημόσια τοποθέτησή του ο Ανδρέας Λοβέρδος. Με ανάρτησή του στα social media ανέφερε λιτά πως «η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών είναι θεμέλιο και μέτρο Δημοκρατίας. Η καταγγελία του Νίκου Ανδρουλάκη πρέπει να διερευνηθεί σε όλο της το βάθος».
Στον αντίποδα τώρα, δεν πέρασε απαρατήρητη η τοποθέτηση του Χάρη Καστανίδη στην Βουλή. Εκεί που ανακοίνωσε την εκτίμηση του ΠΑΣΟΚ σχετικά με το ότι βρίσκεται σε διαδικασία «αναστοχασμού» για την θετική ψήφο που είχε δώσει το 2021, όταν η κυβέρνηση έφερε στην Βουλή τροπολογία σχετικά με την δυνατότητα της ΕΥΠ να πραγματοποιεί παρακολουθήσεις δίχως να δίνει αναφορά στην Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των επικοινωνιών.
Ενώ η αρχική θέση της Χαριλάου Τρικούπη ήταν να ανακοινώσει πως θα επανεξετάσει την στάση της στο συγκεκριμένο θέμα, ο Χάρης Καστανίδης το «πήγε ένα βήμα παραπέρα». Ιδίως όταν πιέστηκε πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ αρχικά είχε δηλώσει πως πρέπει «να αναστοχαστούμε για την τροπολογία που αιφνιδίως πέρασε και που δίνει τη δυνατότητα για λόγους εθνικής ασφαλείας στα αρμόδια όργανα να μην ενημερώνουν ούτε καν αυτόν που υπέστη το καθεστώς της παρακολούθησης», στην συνέχεια υιοθέτησε μια πιο αποφασιστική στάση. Είπε ότι «θα μπορούσα προσωπικά να διαχωρίσω τη θέση μου απ’ όσους υπό συνθήκες έκτακτες πήραν την απόφαση να ψηφιστεί η τροπολογία, δεν το κάνω ως μέλος κόμματος που αναλαμβάνει τις ευθύνες συλλογικά και των άλλων. Όμως, θέλω να υπενθυμίσω ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία ότι η διάταξη ψηφίστηκε σε κάποια στιγμή που δεν γνώριζε κανείς τα στοιχεία της υπόθεσης Κουκάκη. Νεότερα στοιχεία και από τις καταγγελίες του ΚΚΕ μάς οδηγούν στην απόφαση να εισηγηθούμε την κατάργηση της σχετικής διάταξης και αυτό είναι η πολιτική της ευθύνης ενός κόμματος που μπορεί να αναγνωρίσει ότι σε στιγμή που δεν μπορούσε να προδικάσει τέτοιου είδους εξελίξεις, ψήφισε κατά την άποψή μου ίσως άστοχα μια τέτοια ρύθμιση».
Στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο αναφέρθηκε και ο Γιώργος Παπανδρέου. Σημειώνοντας σε ανακοίνωσή του ότι «η κυβέρνηση, με ρύθμιση που είχε φέρει στη Βουλή και δυστυχώς ψηφίστηκε, απαγορεύει από την ΑΔΑΕ που είναι και η αρμόδια αρχή, να ενημερώνει εγκύρως ακόμη και τους άμεσα θιγόμενους από τέτοιες πρακτικές.Το γεγονός αυτό, αποτελεί ουσιαστικά, ευθεία υπονόμευση της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων και πλήττει την ελευθερία του Τύπου, ενώ από την άλλη, «επιτρέπει» τη χειραγώγηση πολιτών, πολιτικών κομμάτων, θεσμών και του Τύπου». Ζήτησε μάλιστα «άμεση εισαγωγή ρυθμίσεων που εμπεδώνουν τη πλήρη διαφάνεια και σε αυτόν τον χώρο, και μάλιστα, παράλληλα με την άρση όλων των νομοθετημάτων που πέρασαν με το πρόσχημα των εκτάκτων συνθηκών, όπως της πανδημίας».
0 Σχόλια