«Η κρίση σε Ουκρανία και Ρωσία έχει σοβαρές επιπτώσεις στο κόστος διατροφής, γιατί οι δύο χώρες εξάγουν το 40% του παγκόσμιου εμπορίου δημητριακών»
«Οι αγρότες για πρώτη φορά βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πολλαπλή επίθεση σε όλα τα επίπεδα. Αντιμετωπίζουν την ακρίβεια η οποία επηρεάζει σημαντικά το κόστος παραγωγής, την κλιματική κρίση και τις επιπτώσείς της, γεγονός που επηρεάζει την παραγωγικότητά τους καθώς και τα προβλήματα στην αγορά που αφορούν στη διάθεση των προϊόντων τους. Όλα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό μείγμα που απειλεί τη βιωσιμότητα της γεωργίας και του παραγωγικού κόσμου της υπαίθρου. Για να αντιμετωπιστεί, χρειάζονται παρεμβάσεις από την κυβέρνηση, όχι με ψίχουλα, αλλά με πόρους και με μέτρα πολιτικής», είπε Στο Κόκκινο και στον Νίκο Ξυδάκη, ο καθηγητής Αγροτικής Κοινωνιολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην γενικός γραμματέας στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, Μπάμπης Κασίμης.
«Η κυβέρνηση οφείλει να αντλήσει γνώση από χώρες όπως η Ισπανία η οποία με ολοκληρωμένες παρεμβάσεις αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο πολιτικής για την ανάπτυξη της υπαίθρου, συμβάλλοντας στην αντιστροφή της τάσης εγκατάλειψής της. Χρειάζονται ολοκληρωμένες πολιτικές που δεν περιορίζονται μόνο στη γεωργία και στην πρωτογενή παραγωγική δραστηριότητα, αλλά σε όλο το πλέγμα των πολιτικών που θα στηρίξουν την αλυσίδα αξίας και ζωής παρέχοντας ταυτόχρονα μία σειρά από άλλες υπηρεσίες και κοινωνικές υποδομές που θα μπορούσαν να κρατήσουν τον κόσμο αλλά και να προσελκύσουν και άλλους ανθρώπους στην ύπαιθρο.
Η Ελλάδα πρέπει να αλλάξει το μοντέλο παραγωγής στη γεωργία. Πρέπει ως χώρα να αξιοποιήσουμε την τελευταία Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) γιατί δεν θα υπάρξουν ξανά τέτοιοι πόροι στο μέλλον. Επομένως είναι η τελευταία μεγάλη ευκαιρία να κινηθεί στρατηγικά προς τη σωστή κατεύθυνση. Έτσι πρέπει πρώτον να αντιμετωπίσει τους τομείς της αγροτικής οικονομίας που έχουμε έλλειμμα, όπως π.χ. στα ερυθρά κρέατα και στα γαλακτοκομικά. Το δεύτερο σημείο παρέμβασης, είναι η σημαντική επένδυση στην αύξηση της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας καθώς η Ελλάδα ρίχνει το βάρος στην πρωτογενή παραγωγή κι όχι σε καινούρια πράγματα που μπορούν να παράγουν προστιθέμενη αξία. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ως χώρα, ότι το ανταγωνιστικό μας πλεονέκτημα δεν βρίσκεται στη συμβατική μαζική γεωργία αλλά στη γεωργία ποιότητας και ταυτότητας. Στα προϊόντα Π.Ο.Π. που ανταγωνίζονται όχι με βάση το χαμηλό κόστος παραγωγής, αλλά με βάση την υψηλή αξία του προϊόντος.
Ο αγροτικός τομέας δεν έχει τη θέση που του αρμόζει στην κοινωνία και στην πολιτική και απαιτείται η λήψη μέτρων, έτσι ώστε να στηριχθεί η εγχώρια παραγωγή και ταυτόχρονα να θωρακιστούν τα προϊόντα που μπορούν να ενισχύσουν την αξία της πρωτογενούς παραγωγής μέσα σε όλη την αλυσίδα αξίας του γεωργικού προϊόντος. Θα πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για την ανασυγκρότηση των συνεταιρισμών και των συλλογικών μορφών οργάνωσης παραγωγής ώστε να δοθούν κίνητρα και να γίνουν ελκυστικές οι ομάδες των παραγωγών. Άρα απαιτείται εξυγίανση των συνεταιρισμών και εργαλεία πολιτικής για να στηριχθούν οι αγρότες, να ενταχθούν στους συνεταιρισμούς, μέτρα στήριξης των γεωργών, έλεγχος της αγοράς και επειγόντως σοβαρός σχεδιασμός για την αξιοποίηση των πόρων της τελευταίας ΚΑΠ. Στην Ελλάδα, οι αγρότες δεν διεκδικούν όλα τα κιλά όλα τα λεφτά. Εκφράζουν την αγωνία και την διεκδίκησή τους για την ζωή και την παραγωγική τους δραστηριότητα».
Η γεωπολιτική κρίση στην Ουκρανία θα επηρεάσει διεθνώς το κόστος διατροφής
«Η Ουκρανία και η Ρωσία ελέγχουν περίπου το 40% του παγκόσμιου εμπορίου δημητριακών και η κρίση μεταξύ των δύο χωρών, επηρεάζει το κόστος διατροφής και δημιουργεί σοβαρές ανησυχίες για τη διασφάλιση των διατροφικών αναγκών μιας σειράς χωρών όπως είναι η Βρετανία. Η Ελλάδα εισάγει περίπου το 80% των αναγκών της σε σιτηρά και η γεωπολιτική κρίση θα επηρεάσει τον δείκτη τιμών στα τρόφιμα. Ξέρουμε ότι το 2021 το κόστος διατροφής αυξήθηκε περίπου 28% διεθνώς. Στην χώρα μας το ποσοστό των δαπανών που πηγαίνει στη διατροφή είναι ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη κοντά στο 23,5%, στα δε χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, το ποσοστό αυτό πλησιάζει το 35% των συνολικών τους δαπανών».
0 Σχόλια