Δημήτρης Τερσής
Αυτοψία της «Εφ.Συν.» στα μέρη που αφάνισε η πύρινη λαίλαπα πριν από λίγες μέρες ● Οι αντιδράσεις των κατοίκων, το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής και τα αλληλοσυχαρίκια των υπουργών.
Κοιτάζεις γύρω σου και ζυγίζεις με το βλέμμα το μέγεθος της καταστροφής. Εδώ που κάποτε υπήρχε ένα περήφανο πευκόδασος, τώρα έχουν μείνει μόνο αποκαΐδια και στάχτες που σου κλείνουν τον λαιμό. Καπνίζει ακόμα ο τόπος, σε κάποια σημεία ξεπηδούν ακόμα μικρές φλόγες που φαίνεται ότι δεν χόρτασαν να καίνε. Κοιτάζεις λοιπόν και αναρωτιέσαι: Ποιο είναι το μέλλον του ανθρώπου έπειτα από μια τέτοια οικολογική καταστροφή, όταν δέντρα και ζώα έχουν πεθάνει;
«Το σπίτι ξαναγίνεται, το δάσος ξαναγίνεται, η ανθρώπινη ζωή όχι», είπε πάνω-κάτω ο πρωθυπουργός στο μήνυμά του, αλλά αλίμονο, από τόσους μορφωμένους που έχει κοντά του δεν ήξερε κανείς να του πει σε πόσα χρόνια μεγαλώνει ένα δάσος; Και ώς τότε τι; Πόσους καύσωνες, πόσες πλημμύρες, πόσα ακραία καιρικά φαινόμενα μπορεί να αντέξει ο κόσμος;
Ανηφορίσαμε από νωρίς στη Βαρυμπόμπη κάτω από έναν θαμπό ουρανό λες και ήταν Οκτώβριος. Στο αυτοκίνητο ακούγαμε πως καίγεται το Κρυονέρι, πως το μέτωπο πέρασε με κατεύθυνση τη Μαλακάσα, κανείς δεν ξέρει ή δεν θέλει να φανταστεί πού θα σταματήσει. Εχουμε ανοιχτά παράθυρα και φοράμε ενισχυμένες μάσκες προσώπου. Παραδόξως η μυρωδιά της κάπνας δεν φτάνει ώς την εθνική, ίσως λόγω του ανέμου που φαίνεται να ξύπνησε έπειτα από τόσες μέρες δυσβάσταχτης άπνοιας.
Τεράστια η ουρά στην εθνική, δεκάδες οι νταλίκες παρκαρισμένες στα δεξιά, δεν πάει παραπέρα. Περιμένουν οι οδηγοί στις μεγάλες καμπίνες και χαζεύουν τους καπνούς που πυκνώνουν στον ορίζοντα. Η τροχαία οδηγεί τα οχήματα στην έξοδο της λεωφόρου Κύμης. Επιτέλους, άδειος ο δρόμος μπροστά, ελάχιστοι οδηγούν προς τα καμένα. Περνάμε τα περιπολικά της αστυνομίας που ούτε που μας δίνουν σημασία, φτάνουμε ώς το στρατιωτικό αεροδρόμιο και συναντάμε τις πρώτες καμένες εκτάσεις.
Τραβάμε τις πρώτες φωτογραφίες την ώρα που ο βόμβος των πυροσβεστικών Ερικσον που απογειώνονται για να πάνε παραδίπλα, έως την Ιπποκράτειο Πολιτεία, το Κρυονέρι, τις Αφίδνες, καλύπτει τον ήχο των βημάτων μας στη στάχτη. Μετά σκέφτομαι ότι δεν παράγεται ήχος όταν περπατάς στη στάχτη.
Δεύτερη στάση, στον Ιππικό Ομιλο Βαρυμπόμπης. Συγκλόνισαν οι εικόνες στους τηλεοπτικούς δέκτες με τα αμολημένα άλογα που δεν ήξεραν κατά πού να τραβήξουν. Καμένα σπίτια ολόγυρα, σκελετοί αυτοκινήτων που μοιάζουν μ’ απολιθώματα κάτω από τα καρβουνιασμένα δέντρα. Συναντάμε τους διαχειριστές, μας λένε τον πόνο τους.
Τρίτη στάση, στην πλατεία της Βαρυμπόμπης. Εκεί που κανείς δεν πίστευε ότι θα έφταναν οι φλόγες χωρίς να βρεθεί κάποιος να τις σταματήσει. Εχει στηθεί ένα κιόσκι, τρία-τέσσερα τραπέζια, κάποιες καρέκλες και κάτοικοι της περιοχής ακόμα δεν έχουν συνειδητοποιήσει πώς χάθηκε το βιος τους. Ενας υπάλληλος του δήμου συμπληρώνει τις αιτήσεις καταγραφής ζημιών. Ενας άντρας πιο πέρα αγκαλιάζει μια γυναίκα κι έναν άλλον άντρα και βάζει τα κλάματα. Του φέρνουν ένα μπουκαλάκι νερό από ντάνες συσκευασμένων νερών που συγκέντρωσαν εθελοντές.
Νερό, κρουασάν, έτοιμος καφές, αυτά είναι όσα μπορούν να προσφέρουν εκεί. Μαζί και μπόλικη αγανάκτηση, θυμός και απελπισία. Μια κυρία, μιας κάποιας ηλικίας, μιλάει στη συνάδελφο και διαμαρτύρεται, «ήρθαν εθελοντές μόνο για τα ζώα, για εμάς κανείς» και την ίδια ώρα τρία βανάκια του ΠΕΣΥΔΑΠ (Περιβαλλοντικός Σύνδεσμος Δήμων Αθήνας-Πειραιά) -ο οποίος ασχολείται ενεργά και με τα αδέσποτα- κατεβαίνουν τον δρόμο. Δίπλα μας ένας πιτσιρικάς μασουλάει ένα κρουασάν και κρατάει από το λουρί τον σκύλο του. Σκύβει, του δίνει μια μπουκιά κι έπειτα τον ποτίζει νερό μ’ ένα από τα μπουκαλάκια της ντάνας. Παντού ακούς μουρμουρητά απόγνωσης, μια κυρία ξεσπάει στο τηλέφωνο.
Τέταρτη στάση, στον δρόμο προς τη Φλόγα, τραγική ειρωνεία το όνομα, μια συνοικία στη Βαρυμπόμπη. Εκεί, μας είπαν, κάηκαν τα περισσότερα σπίτια. Σταματάμε ξανά, φωτογραφίζουμε, μιλάμε μ’ έναν κάτοικο που τελευταία στιγμή σώθηκε το σπίτι του και αντικρίζω το ρέμα που περνάει παραπλεύρως της Βαρυμπόμπης και έχει καλυφτεί από ένα γκριζόμαυρο πέπλο. Σηκώνεται αέρας, το είπε εξάλλου η ΕΜΥ, το είπε και ο Χαρδαλιάς, το είπε και ο πρωθυπουργός. «Θα σηκωθούν άνεμοι, θα γίνει πιο δύσκολη η κατάσταση».
Ειλικρινά δεν ξέρω πώς ορίζεται ο υπερθετικός τού «δύσκολος» γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Πόσο μάλλον όταν γνωρίζεις ένα ζευγάρι που έμεινε άστεγο και κατεβαίνει με τα πόδια από την πλατεία ώς το καμένο σπίτι του, σχεδόν 3 χλμ. απόσταση, μέσα στη ζέστη, τον καυτό αέρα και την κάπνα. Αφήνουμε τον φωτογράφο μας να τραβήξει φωτογραφίες και προσφερόμαστε να τους γλιτώσουμε από τον κόπο και τους πάμε με το αυτοκίνητο σ’ αυτό που μέχρι προχθές αποκαλούσαν «σπίτι». Τα όσα μας είπαν θα τα διαβάσετε στο επόμενο δισέλιδο.
Επειτα από τρεις ώρες στη Βαρυμπόμπη αναρωτιέμαι για ποιον λόγο αλληλοσυγχαίρονταν οι δύο υπουργοί της κυβέρνησης το βράδυ της πυρκαγιάς. Επειδή δεν υπήρξε νεκρός, είναι η απάντηση. Η ανταπάντηση έρχεται από την Ηλεία του 2007 των 63 νεκρών, εκεί που σε ένα άλλο ανάλογο οδοιπορικό, μια γιαγιά που συνάντησα ανάμεσα στα αποκαΐδια και αφού με είχε τρατάρει ένα ποτήρι νερό μού είχε πει: «Καλύτερα να ‘παιρνα κι εγώ φωτιά με τα ζα στη χαμοκέλα. Τι να την κάνω τη ζωή; Δεν έχω τίποτα. Τελείωσα εδωπά». Με λίγα λόγια, σαφώς και απόλυτη προτεραιότητα οφείλει να είναι η ανθρώπινη ζωή. Δίχως όμως τις κατάλληλες συνθήκες για την επιβίωσή της την επόμενη μέρα, η ανθρώπινη ζωή θα περιφέρεται σαν φάντασμα ανάμεσα στις στάχτες.
https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/305502_aganaktisi-thymos-apelpisia
0 Σχόλια